ἀνάδετος: Difference between revisions

2
(3)
(2)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀνάδετος]], -ον (Α) [[ἀναδέω]]<br />αυτός που δένει [[κάτι]] [[προς]] τα [[επάνω]] ή που [[είναι]] δεμένος [[προς]] τα [[επάνω]].
|mltxt=[[ἀνάδετος]], -ον (Α) [[ἀναδέω]]<br />αυτός που δένει [[κάτι]] [[προς]] τα [[επάνω]] ή που [[είναι]] δεμένος [[προς]] τα [[επάνω]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀνάδετος:''' -ον, αυτός που μαζεύει και δένει τα μαλλιά, σε Ευρ.
}}
}}