ἀναβολή: Difference between revisions

2
(3)
(2)
Line 27: Line 27:
{{grml
{{grml
|mltxt=η (Α [[ἀναβολή]])<br />[[μετάθεση]] του χρόνου εκτελέσεως κάποιου πράγματος, [[παράταση]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτό που ρίχνεται [[πάνω]] σε [[κάτι]], [[σωρός]] χωμάτων, όχθη ορύγματος<br /><b>2.</b> αυτό που ρίχνεται [[πάνω]] στους ώμους, [[μανδύας]], [[επενδύτης]]<br /><b>3.</b> [[τρόπος]] του να φοράει [[κανείς]] τον [[μανδύα]]<br /><b>4.</b> μουσικό [[προοίμιο]], [[ανάκρουσμα]], διθυραμβική ωδή<br /><b>5.</b> [[άνοδος]], [[ανάβαση]]<br /><b>6.</b> [[ανύψωση]], «[[φούσκωμα]]».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἀναβάλλω]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.-μσν.</b> [[ἀναβολάδιον]], [[ἀναβόλαιον]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[αναβόλα]]].
|mltxt=η (Α [[ἀναβολή]])<br />[[μετάθεση]] του χρόνου εκτελέσεως κάποιου πράγματος, [[παράταση]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτό που ρίχνεται [[πάνω]] σε [[κάτι]], [[σωρός]] χωμάτων, όχθη ορύγματος<br /><b>2.</b> αυτό που ρίχνεται [[πάνω]] στους ώμους, [[μανδύας]], [[επενδύτης]]<br /><b>3.</b> [[τρόπος]] του να φοράει [[κανείς]] τον [[μανδύα]]<br /><b>4.</b> μουσικό [[προοίμιο]], [[ανάκρουσμα]], διθυραμβική ωδή<br /><b>5.</b> [[άνοδος]], [[ανάβαση]]<br /><b>6.</b> [[ανύψωση]], «[[φούσκωμα]]».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἀναβάλλω]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.-μσν.</b> [[ἀναβολάδιον]], [[ἀναβόλαιον]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[αναβόλα]]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀναβολή:''' ποιητ. [[ἀμβολή]], <i>ἡ</i> ([[ἀναβάλλω]])·<br /><b class="num">I.</b> λέγεται για πράγματα,<br /><b class="num">1.</b> αυτό που ρίχνεται, που επιχέεται, [[σωρός]] χώματος, σε Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> αυτό που ρίχνεται στους ώμους, [[μανδύας]], [[χιτώνας]], σε Πλάτ.· ο [[τρόπος]] που τον φορούν, σε Λουκ.· πρβλ. [[ἀναβάλλω]] Β III.<br /><b class="num">II.</b> ως [[ενέργεια]]:<br /><b class="num">1.</b> [[πρελούδιο]], [[προοίμιο]] της λύρας, σε Πίνδ.· διθυραμβική ωδή, σε Αριστοφ.· βλ. [[ἀναβάλλω]] Β I.<br /><b class="num">2.</b> [[καθυστέρηση]], [[αναβολή]], σε Ηρόδ., Θουκ.· οὐκ ἐς [[ἀμβολάς]], [[χωρίς]] [[καθυστέρηση]], σε Ευρ.· βλ. [[ἀναβάλλω]] Β II.<br /><b class="num">3.</b> αμτβ., [[ανέγερση]], [[φούσκωμα]], σε Αριστ.
}}
}}