ἀμπέχω: Difference between revisions

1,312 bytes added ,  30 December 2018
2
(3)
(2)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀμπέχω]] και [[ἀμφέχω]] και [[ἀμπίσχω]] (Α)<br />Ι. <b>ενεργ.</b><br /><b>1.</b> [[περιβάλλω]], [[περικλείω]], [[σκεπάζω]]<br /><b>2.</b> [[προστατεύω]]<br />«σμικρότητι ἤμπισχεν» (<b>Πλάτ.</b> Πρωτ.)<br /><b>3.</b> [[αγκαλιάζω]]<br /><b>4.</b> [[περιβάλλω]] κάποιον με ενδύματα, [[ντύνω]]<br /><b>μεσ.</b><br /><b>1.</b> περιβάλλομαι, ντύνομαι, [[φορώ]]<br /><b>2.</b> (το [[αρσενικό]] της μετοχής ενεστώτος στον πληθυντικό) οι <i>ἀμπεχόμενοι</i><br />αυτοί που φορούν τους επενδύτες τους (αντίθ. <i>γυμνοί</i>)<br />(φρ) «περιττὼς ἀμπέχομαι» — [[είμαι]] [[μεγαλόπρεπα]] ντυμένος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο [[τύπος]] [[ἀμπέχω]] <span style="color: red;"><</span> [[ἀμφέχω]] ([[ἀμφί]]- <span style="color: red;">+</span> <i>ἔχω</i>) με [[ανομοίωση]] του <i>φ</i> σε <i>π</i> λόγω του ακολουθούντος δασέος <i>χ</i>. Ο [[τύπος]] [[ἀμπίσχω]] <span style="color: red;"><</span> [[ἀμφί]]- <span style="color: red;">+</span> [[ἴσχω]] ([[παράλληλος]] [[τύπος]] του <i>ἔχω</i>) [[πάλι]] με [[ανομοίωση]] του <i>φ</i>.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[ἀμπεχόνη]].
|mltxt=[[ἀμπέχω]] και [[ἀμφέχω]] και [[ἀμπίσχω]] (Α)<br />Ι. <b>ενεργ.</b><br /><b>1.</b> [[περιβάλλω]], [[περικλείω]], [[σκεπάζω]]<br /><b>2.</b> [[προστατεύω]]<br />«σμικρότητι ἤμπισχεν» (<b>Πλάτ.</b> Πρωτ.)<br /><b>3.</b> [[αγκαλιάζω]]<br /><b>4.</b> [[περιβάλλω]] κάποιον με ενδύματα, [[ντύνω]]<br /><b>μεσ.</b><br /><b>1.</b> περιβάλλομαι, ντύνομαι, [[φορώ]]<br /><b>2.</b> (το [[αρσενικό]] της μετοχής ενεστώτος στον πληθυντικό) οι <i>ἀμπεχόμενοι</i><br />αυτοί που φορούν τους επενδύτες τους (αντίθ. <i>γυμνοί</i>)<br />(φρ) «περιττὼς ἀμπέχομαι» — [[είμαι]] [[μεγαλόπρεπα]] ντυμένος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο [[τύπος]] [[ἀμπέχω]] <span style="color: red;"><</span> [[ἀμφέχω]] ([[ἀμφί]]- <span style="color: red;">+</span> <i>ἔχω</i>) με [[ανομοίωση]] του <i>φ</i> σε <i>π</i> λόγω του ακολουθούντος δασέος <i>χ</i>. Ο [[τύπος]] [[ἀμπίσχω]] <span style="color: red;"><</span> [[ἀμφί]]- <span style="color: red;">+</span> [[ἴσχω]] ([[παράλληλος]] [[τύπος]] του <i>ἔχω</i>) [[πάλι]] με [[ανομοίωση]] του <i>φ</i>.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[ἀμπεχόνη]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀμπέχω:''' και ἀμπ-[[ίσχω]]· Επικ. παρατ. <i>ἄμπεχον</i>· μέλ. [[ἀμφέξω]], αόρ. βʹ <i>ἤμπεσχον</i> — Μέσ. <i>ἀμπέχομαι</i> και [[ἀμπίσχομαι]], με γʹ πληθ. <i>ἀμπισχνοῦνται</i>· παρατ. [[ἠμπειχόμην]], μέλ. <i>ἀμφέξομαι</i>· αόρ. βʹ [[ἠμπεσχόμην]], μτχ. <i>ἀμπισχόμενος</i>· ([[ἀμπί]] Αιολ. αντί [[ἀμφί]])·<br /><b class="num">I. 1.</b> [[περικυκλώνω]], [[καλύπτω]], [[τυλίγω]], Λατ. cingere, με αιτ., σε Ομήρ. Οδ., Σοφ. κ.λπ.· απόλ. [[σκότος]] ἀμπίσχων, το [[περιβάλλον]] [[σκοτάδι]], σε Ευρ.<br /><b class="num">2.</b> [[αγκαλιάζω]], στον ίδ.<br /><b class="num">II. 1.</b> [[περιβάλλω]], Λατ. circumdare, [[ιδίως]] [[περιβάλλω]] κάποιον, με [[διπλή]] αιτ., σε Αριστοφ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> Μέσ., περιτυλίγομαι, φορώ, <i>χλαίνας οὐκἀμπισχνοῦνται</i>, στον ίδ.· <i>ἀμπισχόμενος</i>, τυλιγμένος με το [[μανδύα]] [[σου]], στον ίδ.
}}
}}