ἀλαλή: Difference between revisions

2
(2)
(2)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=ἀλαλὴ και [[ἀλαλά]], η (Α)<br /><b>1.</b> δυνατή [[κραυγή]]<br /><b>2.</b> πολεμική [[κραυγή]]<br /><b>3.</b> [[ιαχή]] της μάχης και η [[ίδια]] η [[μάχη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το ουσιαστικό [[ἀλαλή]], που [[είναι]] αττ. τ. του αντίστοιχου δωρ. [[ἀλαλά]], προήλθε από [[χρήση]] του επιφωνήματος <i>ἀλαλὰ</i> ως ουσιαστικού].
|mltxt=ἀλαλὴ και [[ἀλαλά]], η (Α)<br /><b>1.</b> δυνατή [[κραυγή]]<br /><b>2.</b> πολεμική [[κραυγή]]<br /><b>3.</b> [[ιαχή]] της μάχης και η [[ίδια]] η [[μάχη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το ουσιαστικό [[ἀλαλή]], που [[είναι]] αττ. τ. του αντίστοιχου δωρ. [[ἀλαλά]], προήλθε από [[χρήση]] του επιφωνήματος <i>ἀλαλὰ</i> ως ουσιαστικού].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀλαλή:''' [ᾰλᾰ], Δωρ. [[ἀλαλά]], <i>ἡ</i>, [[μεγάλη]], δυνατή [[κραυγή]], σε Ευρ.· [[ιδίως]] η [[ιαχή]] με την οποία γινόταν η [[έναρξη]] της μάχης, απ' όπου η πολεμική [[κραυγή]], σε Πίνδ. (ηχομιμ., πρβλ. [[ἀλαλαί]]).
}}
}}