ἄναρκτος: Difference between revisions

2
(4)
(2)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἄναρκτος]], -ον (Α) [[άρχω]]<br />αυτός που δεν υποτάσσεται ή δεν έχει υποταχθεί σε άλλον, που δεν εξουσιάζεται ή δεν ανέχεται να εξουσιάζεται από άλλον.
|mltxt=[[ἄναρκτος]], -ον (Α) [[άρχω]]<br />αυτός που δεν υποτάσσεται ή δεν έχει υποταχθεί σε άλλον, που δεν εξουσιάζεται ή δεν ανέχεται να εξουσιάζεται από άλλον.
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἄναρκτος:''' -ον ([[ἄρχω]]), μη υποταγμένος ή μη εξουσιαζόμενος, σε Θουκ.· αυτός που δεν υποχωρεί στην [[εξουσία]], σε Αισχύλ.
}}
}}