ἀνάδαστος: Difference between revisions

2
(3)
(2)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀνάδαστος]], -ον (Α) [[ἀναδατέομαι]]<br /><b>1.</b> αυτός που διαμοιράστηκε εκ νέου, που ξαναμοιράστηκε<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «ἀνάδαστον ποιῶ τι», [[ακυρώνω]], [[ματαιώνω]], [[καταργώ]].
|mltxt=[[ἀνάδαστος]], -ον (Α) [[ἀναδατέομαι]]<br /><b>1.</b> αυτός που διαμοιράστηκε εκ νέου, που ξαναμοιράστηκε<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «ἀνάδαστον ποιῶ τι», [[ακυρώνω]], [[ματαιώνω]], [[καταργώ]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀνάδαστος:''' -ον, <b class="num">I.</b> αναδιανεμημένος, ανακατανεμημένος, <i>ἀν. γῆν ποιεῖν</i> (πρβλ. [[ἀναδασμός]]), σε Πλούτ.<br /><b class="num">II.</b> <i>ἀν. ποιεῖν τι</i>, μεταβάλλει, ακυρώνει, σε Λουκ.
}}
}}