ἀναστροφή: Difference between revisions

2
(4)
(2)
Line 30: Line 30:
{{grml
{{grml
|mltxt=η (ΜΑ [[ἀναστροφή]]) [[ἀναστρέφω]]<br /><b>1.</b> η [[ενέργεια]] και το [[αποτέλεσμα]] του [[αναστρέφω]]<br /><b>2.</b> [[συναναστροφή]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>γλωσσ.</b> η [[μεταβολή]] της συνηθισμένης [[σειράς]] μιας ομάδας λέξεων ή ο [[αναβιβασμός]] του τόνου τών προθέσεων όταν αυτές χωρίζονται και τίθενται [[μετά]] από τη [[λέξη]] στην οποία ανήκουν η καθεμιά<br /><b>2.</b> <b>ναυτ.</b> ανάπρωρη [[αλλαγή]] πορείας πλοίου, κν. [[βόλτα]] ή όρτσα λα [[μπάντα]]<br /><b>3.</b> <b>(μετεωρ.)</b> η [[αύξηση]] της θερμοκρασίας του αέρα σε ένα [[στρώμα]] της στρατόσφαιρας [[αντί]] της, υπό κανονικές συνθήκες, ελάττωσής της<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[περιφορά]], [[περιπλάνηση]]<br /><b>2.</b> [[επάνοδος]]<br /><b>3.</b> [[κατοικία]], [[τόπος]] διαμονής.
|mltxt=η (ΜΑ [[ἀναστροφή]]) [[ἀναστρέφω]]<br /><b>1.</b> η [[ενέργεια]] και το [[αποτέλεσμα]] του [[αναστρέφω]]<br /><b>2.</b> [[συναναστροφή]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>γλωσσ.</b> η [[μεταβολή]] της συνηθισμένης [[σειράς]] μιας ομάδας λέξεων ή ο [[αναβιβασμός]] του τόνου τών προθέσεων όταν αυτές χωρίζονται και τίθενται [[μετά]] από τη [[λέξη]] στην οποία ανήκουν η καθεμιά<br /><b>2.</b> <b>ναυτ.</b> ανάπρωρη [[αλλαγή]] πορείας πλοίου, κν. [[βόλτα]] ή όρτσα λα [[μπάντα]]<br /><b>3.</b> <b>(μετεωρ.)</b> η [[αύξηση]] της θερμοκρασίας του αέρα σε ένα [[στρώμα]] της στρατόσφαιρας [[αντί]] της, υπό κανονικές συνθήκες, ελάττωσής της<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[περιφορά]], [[περιπλάνηση]]<br /><b>2.</b> [[επάνοδος]]<br /><b>3.</b> [[κατοικία]], [[τόπος]] διαμονής.
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀναστροφή:''' ἡ ([[ἀναστρέφω]]),<br /><b class="num">I. 1.</b> [[αναποδογύρισμα]], [[ανατροπή]], σε Ευρ.· <i>εἰς ἀναστροφὴν διδόναι - ἀναστρέφειν</i>, στον ίδ.<br /><b class="num">2.</b> [[επιστροφή]], [[πισωγύρισμα]], σε Σοφ.· [[περιστροφή]], λέγεται για στρατιώτες που αναστρέφονται [[είτε]] για να βαδίζουν [[μπροστά]] [[είτε]] [[πίσω]], σε Ξεν.· λέγεται για [[πλοίο]], σε Θουκ.<br /><b class="num">II.</b> (από Παθ.),<br /><b class="num">1.</b> [[διαμονή]] σ' έναν [[τόπο]], σε Πλούτ.· [[τρόπος]] ζωής, [[τρόπος]] συνομιλίας, σε Καινή Διαθήκη<br /><b class="num">2.</b> [[μέρος]] στο οποίο [[κάποιος]] στέκεται, [[κατοικία]], [[διαμονή]], σε Αισχύλ.
}}
}}