ἀναστέφω: Difference between revisions

2
(4)
(2)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀναστέφω]] (Α) [[στέφω]]<br />[[βάζω]] [[στεφάνι]] στο [[κεφάλι]] κάποιου, [[στεφανώνω]].
|mltxt=[[ἀναστέφω]] (Α) [[στέφω]]<br />[[βάζω]] [[στεφάνι]] στο [[κεφάλι]] κάποιου, [[στεφανώνω]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀναστέφω:''' μέλ. <i>-ψω</i>, [[στεφανώνω]], [[κρᾶτα]], σε Ευρ. — Παθ., ἀνέστεμμαι [[κάρα]] φύλλοις, έχω στεφανωμένο το [[κεφάλι]] μου με φύλλα, στον ίδ.
}}
}}