ἀνοίγνυμι: Difference between revisions

3
(4)
(3)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀνοίγνυμι]] (κ. ἀνοιγνύω) (Α)<br /><b>βλ.</b> [[ανοίγω]].
|mltxt=[[ἀνοίγνυμι]] (κ. ἀνοιγνύω) (Α)<br /><b>βλ.</b> [[ανοίγω]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀνοίγνῡμι:''' και ἀν-[[οίγω]], Επικ. ἀνα-[[οίγω]], σε Ομήρ. Ιλ.· παρατ. [[ἀνέῳγον]], Επικ. επίσης <i>ἀν-ῷγον</i>, [[σπανίως]] <i>ἤνοιγον</i>, Ιων. και Επικ. <i>ἀνα-οίγεσκον</i>· μέλ. <i>ἀν-οίξω</i>, αόρ. αʹ <i>ἀν-έῳξα</i> ή [[ἤνοιξα]], Ιων. <i>ἄνοιξα</i>, ποιητ. [[ἀνῷξα]], παρακ. <i>ἀν-έῳχα</i> ή <i>-έῳγα</i> — Παθ. ἀνοίγνυμαι, μέλ. <i>ἀν-εῴξομαι</i>, παρακ. <i>ἀν-έῳγμαι</i>, <i>-ῷγμαι</i>· γʹ ενικ. υπερσ. <i>ἀν-εῷκτο</i>, αόρ. αʹ <i>ἀν-εῴχθην</i>, υποτ. <i>ἀν-οιχθῶ</i>, ευκτ. <i>ἀν-οιχθείην</i>, <i>ἀν-οιχθείς</i>· αόρ. βʹ [[ἠνοίγην]]· στα μεταγεν. ελλην. συναντώνται ανώμαλοι τύποι <i>ἠνέῳξα</i>, <i>ἠνέῳγμαι</i>, <i>ἠνεῴχθην</i>·<br /><b class="num">I. 1.</b> [[ανοίγω]] πόρτες κ.λπ.· <i>ἀναοίγεσκον κληῖδα</i>, προσπάθησαν να βάλουν [[πίσω]] το μοχλό ώστε να ανοίξουν την πόρτα, σε Ομήρ. Ιλ.· <i>πύλας θύραν ἀν</i>., σε Αισχύλ., Αριστοφ.<br /><b class="num">2.</b> [[λύνω]], [[ανοίγω]], [[φανερώνω]], <i>πῶμ' ἀνέῳγε</i>, αφαίρεσε το [[κάλυμμα]] και το άνοιξε, σε Ομήρ. Ιλ.· μεταφ., <i>ἀνοίξαντι κλῇδα φρενῶν</i>, σε Ευρ.· ἀν. [[οἶνον]], [[ανοίγω]] [[κρασί]], σε Θεόκρ.<br /><b class="num">3.</b> [[αφήνω]] ανοιχτό, [[ξεσκεπάζω]], [[αποκαλύπτω]], [[ξετυλίγω]], σε Σοφ.<br /><b class="num">4.</b> ως [[ναυτικός]] όρος, απόλ., ανοίγομαι στη [[θάλασσα]], [[φεύγω]] από την [[ξηρά]], σε Ξεν.<br /><b class="num">II.</b> Παθ., είμαι [[ανοιχτός]], [[στέκομαι]] [[ανοιχτός]], για πόρτες, σε Ηρόδ., Πλάτ.· κόλποι δι'[[ἀλλήλων]] ἀνοιγόμενοι, ανοίγοντας ο [[ένας]] μέσα στον [[άλλο]], σε Πλούτ.
}}
}}