3,270,297
edits
(5) |
(3) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ή, -ό (AM [[ἀπολαυστικός]], -ή, -όν)<br />[[πρόξενος]] απόλαυσης, [[τερπνός]], [[ευφρόσυνος]]<br /><b>αρχ.</b><br />ο αφιερωμένος στην [[απόλαυση]], αυτός που αγαπά τις απολαύσεις. | |mltxt=-ή, -ό (AM [[ἀπολαυστικός]], -ή, -όν)<br />[[πρόξενος]] απόλαυσης, [[τερπνός]], [[ευφρόσυνος]]<br /><b>αρχ.</b><br />ο αφιερωμένος στην [[απόλαυση]], αυτός που αγαπά τις απολαύσεις. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἀπολαυστικός:''' -ή, -όν, αυτός που είναι παραδομένος στις απολαύσεις, σε Αριστ.· αυτός που προκαλεί [[απόλαυση]], [[ηδονικός]], στον ίδ.· επίρρ. ἀπολαυστικῶς [[ζῆν]], ζω μέσα στις απολαύσεις, στον ίδ. | |||
}} | }} |