ἀποστατικός: Difference between revisions

3
(5)
(3)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (ΑΜ [[ἀποστατικός]], -ή, -όν)<br /><b>1.</b> αυτός που ρέπει [[προς]] την [[αποστασία]]<br /><b>2.</b> αυτός που έχει [[τάση]] για σχηματισμό αποστήματος<br /><b>μσν.</b><br /><b>φρ.</b> «[[ἀποστατικός]] [[λόγος]]» — [[ασύνδετος]] [[λόγος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>φρ.</b> «ἀποστατικῶς ἔχω» — έχω [[διάθεση]] ή [[είμαι]] [[έτοιμος]] για [[επανάσταση]].
|mltxt=-ή, -ό (ΑΜ [[ἀποστατικός]], -ή, -όν)<br /><b>1.</b> αυτός που ρέπει [[προς]] την [[αποστασία]]<br /><b>2.</b> αυτός που έχει [[τάση]] για σχηματισμό αποστήματος<br /><b>μσν.</b><br /><b>φρ.</b> «[[ἀποστατικός]] [[λόγος]]» — [[ασύνδετος]] [[λόγος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>φρ.</b> «ἀποστατικῶς ἔχω» — έχω [[διάθεση]] ή [[είμαι]] [[έτοιμος]] για [[επανάσταση]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀποστᾰτικός:''' -ή, -όν, αυτός που ανήκει ή αρμόζει σε εξεγερμένους, σε Πλούτ.· επίρρ., [[ἀποστατικῶς]] ἔχειν, είμαι [[έτοιμος]] να εξεγερθώ, στον ίδ.
}}
}}