3,274,216
edits
(6) |
(3) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἀργύφεος]], -έη, -εον (Α)<br />αυτός που λάμπει σαν [[άργυρος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πιθ. [[παράλληλος]] τ. του [[άργυφος]], σχηματισμένος αναλογικά [[προς]] τα επίθετα σε -<i>εος</i>. Η λ. απαντά στον Όμηρο και τον Ησίοδο για να χαρακτηρίσει [[κυρίως]] ενδύματα]. | |mltxt=[[ἀργύφεος]], -έη, -εον (Α)<br />αυτός που λάμπει σαν [[άργυρος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πιθ. [[παράλληλος]] τ. του [[άργυφος]], σχηματισμένος αναλογικά [[προς]] τα επίθετα σε -<i>εος</i>. Η λ. απαντά στον Όμηρο και τον Ησίοδο για να χαρακτηρίσει [[κυρίως]] ενδύματα]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἀργύφεος:''' [ῠ], -η, -ον ([[ἄργυρος]]), αυτός που είναι [[λευκός]] ή [[λαμπερός]] όπως το [[ασήμι]], σε Όμηρ. | |||
}} | }} |