ἀπεραντολόγος: Difference between revisions

3
(5)
(3)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=(AM [[ἀπεραντολόγος]], -ον)<br />αυτός που μιλά ακατάπαυστα, με ακατάσχετη [[φλυαρία]].
|mltxt=(AM [[ἀπεραντολόγος]], -ον)<br />αυτός που μιλά ακατάπαυστα, με ακατάσχετη [[φλυαρία]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀπεραντολόγος:''' -ον ([[λέγω]]), αυτός που φλυαρεί ακατάπαυστα.
}}
}}