διαγνωστικός: Difference between revisions

3
(9)
(3)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (Α [[διαγνωστικός]], -ή, -όν) [[διαγιγνώσκω]]<br /><b>1.</b> ο [[ικανός]] στο να διαγιγνώσκει<br /><b>2.</b> (για γιατρούς) ο [[ικανός]] να κάνει γρήγορη και ασφαλή [[διάγνωση]] κάποιας ασθένειας<br /><b>3.</b> αυτός που χρησιμεύει ή χρησιμοποιείται στη [[διάγνωση]]<br /><b>4.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>η [[διαγνωστική]]<br />η [[ειδικότητα]] του να καθορίζονται οι αρρώστιες με σύντομη και σαφή [[έκθεση]] τών χαρακτηριστικών συμπτωμάτων της.
|mltxt=-ή, -ό (Α [[διαγνωστικός]], -ή, -όν) [[διαγιγνώσκω]]<br /><b>1.</b> ο [[ικανός]] στο να διαγιγνώσκει<br /><b>2.</b> (για γιατρούς) ο [[ικανός]] να κάνει γρήγορη και ασφαλή [[διάγνωση]] κάποιας ασθένειας<br /><b>3.</b> αυτός που χρησιμεύει ή χρησιμοποιείται στη [[διάγνωση]]<br /><b>4.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>η [[διαγνωστική]]<br />η [[ειδικότητα]] του να καθορίζονται οι αρρώστιες με σύντομη και σαφή [[έκθεση]] τών χαρακτηριστικών συμπτωμάτων της.
}}
{{lsm
|lsmtext='''διαγνωστικός:''' -ή, -όν ([[διαγιγνώσκω]]), αυτός που είναι [[ικανός]] να διακρίνει.
}}
}}