δαιτρός: Difference between revisions

3
(8)
(3)
Line 27: Line 27:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[δαιτρός]], ο (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που κόβει και μοιράζει το [[κρέας]] στο [[τραπέζι]]<br /><b>2.</b> το κληρονομικό [[αξίωμα]] του ιερέα που εκτελούσε χρέη δαιτρού στα [[Διπόλια]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[δαίομαι]] (<b>βλ.</b> [[δαίω]] II) <span style="color: red;">+</span> ([[επίθημα]]) -<i>τρος</i> (<b>[[πρβλ]].</b> [[ιατρός]])].
|mltxt=[[δαιτρός]], ο (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που κόβει και μοιράζει το [[κρέας]] στο [[τραπέζι]]<br /><b>2.</b> το κληρονομικό [[αξίωμα]] του ιερέα που εκτελούσε χρέη δαιτρού στα [[Διπόλια]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[δαίομαι]] (<b>βλ.</b> [[δαίω]] II) <span style="color: red;">+</span> ([[επίθημα]]) -<i>τρος</i> (<b>[[πρβλ]].</b> [[ιατρός]])].
}}
{{lsm
|lsmtext='''δαιτρός:''' ὁ ([[δαίω]] Β), αυτός που κόβει το [[κρέας]], τεμαχιστής, [[τραπεζοκόμος]], σε Ομήρ. Οδ.
}}
}}