διάδετος: Difference between revisions

3
(9)
(3)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Α [[διάδετος]], -ον) [[διαδέω]]<br /><b>1.</b> ο δεμένος [[ολόγυρα]] ή [[στερεά]]<br /><b>2.</b> στεφανοειδές [[εξάρτημα]] για την περίσφιξη συμβλημάτων<br /><b>αρχ.</b><br />(για κρίκους) ο κοσμημένος με [[στεφάνη]].
|mltxt=-η, -ο (Α [[διάδετος]], -ον) [[διαδέω]]<br /><b>1.</b> ο δεμένος [[ολόγυρα]] ή [[στερεά]]<br /><b>2.</b> στεφανοειδές [[εξάρτημα]] για την περίσφιξη συμβλημάτων<br /><b>αρχ.</b><br />(για κρίκους) ο κοσμημένος με [[στεφάνη]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''διάδετος:''' -ον ([[διαδέω]]), αυτός που είναι δεμένος [[δυνατά]], ισχυρά· <i>χαλινοὶ διάδετοι γενύων ἱππείων</i>, χαλινάρια ισχυρά δεμένα στα στόματα των αλόγων, σε Αισχύλ.
}}
}}