3,254,072
edits
(9) |
(3) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο (Α [[διάδετος]], -ον) [[διαδέω]]<br /><b>1.</b> ο δεμένος [[ολόγυρα]] ή [[στερεά]]<br /><b>2.</b> στεφανοειδές [[εξάρτημα]] για την περίσφιξη συμβλημάτων<br /><b>αρχ.</b><br />(για κρίκους) ο κοσμημένος με [[στεφάνη]]. | |mltxt=-η, -ο (Α [[διάδετος]], -ον) [[διαδέω]]<br /><b>1.</b> ο δεμένος [[ολόγυρα]] ή [[στερεά]]<br /><b>2.</b> στεφανοειδές [[εξάρτημα]] για την περίσφιξη συμβλημάτων<br /><b>αρχ.</b><br />(για κρίκους) ο κοσμημένος με [[στεφάνη]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''διάδετος:''' -ον ([[διαδέω]]), αυτός που είναι δεμένος [[δυνατά]], ισχυρά· <i>χαλινοὶ διάδετοι γενύων ἱππείων</i>, χαλινάρια ισχυρά δεμένα στα στόματα των αλόγων, σε Αισχύλ. | |||
}} | }} |