δοκεύω: Difference between revisions

4
(9)
(4)
Line 30: Line 30:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[δοκεύω]] (Α)<br /><b>1.</b> [[παρατηρώ]], παραφυλάω<br /><b>2.</b> [[κοιτάζω]], [[βλέπω]]<br /><b>3.</b> [[αναμένω]], [[περιμένω]] («ἀνέμοιο γαληναίης τε [[δοκεύω]]», Άρατος)<br /><b>4.</b> [[επιζητώ]], [[επιδιώκω]]<br /><b>5.</b> [[σκέπτομαι]]<br /><b>6.</b> [[νομίζω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το ρ. [[δοκεύω]], όπως και τα [[δοκάω]], [[δοκάζω]], [[δοκώ]], εμφανίζει την ετεροιωμένη [[βαθμίδα]] της ρίζας <i>δεκ</i>- του [[δέχομαι]]].
|mltxt=[[δοκεύω]] (Α)<br /><b>1.</b> [[παρατηρώ]], παραφυλάω<br /><b>2.</b> [[κοιτάζω]], [[βλέπω]]<br /><b>3.</b> [[αναμένω]], [[περιμένω]] («ἀνέμοιο γαληναίης τε [[δοκεύω]]», Άρατος)<br /><b>4.</b> [[επιζητώ]], [[επιδιώκω]]<br /><b>5.</b> [[σκέπτομαι]]<br /><b>6.</b> [[νομίζω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το ρ. [[δοκεύω]], όπως και τα [[δοκάω]], [[δοκάζω]], [[δοκώ]], εμφανίζει την ετεροιωμένη [[βαθμίδα]] της ρίζας <i>δεκ</i>- του [[δέχομαι]]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''δοκεύω:''' μέλ. <i>-σω</i> ([[δέχομαι]]), [[παρακολουθώ]], [[παρατηρώ]], [[παρακολουθώ]] [[στενά]], [[παραμονεύω]], [[καραδοκώ]], σε Ομήρ. Ιλ., Πίνδ., Ευρ.
}}
}}