δυσεπιβούλευτος: Difference between revisions

4
(10)
(4)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[δυσεπιβούλευτος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός τον οποίο δύσκολα μπορεί [[κανείς]] να επιβουλευθεί<br /><b>2.</b> αυτός που δύσκολα βλάπτεται.
|mltxt=[[δυσεπιβούλευτος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός τον οποίο δύσκολα μπορεί [[κανείς]] να επιβουλευθεί<br /><b>2.</b> αυτός που δύσκολα βλάπτεται.
}}
{{lsm
|lsmtext='''δυσεπιβούλευτος:''' -ον, αυτός που δύσκολα γίνεται [[στόχος]] μυστικής επίθεσης, [[στόχος]] εχθρικής ενέργειας, σε Ξεν.
}}
}}