ἔκπυστος: Difference between revisions

4
(11)
(4)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἔκπυστος]], -ον (Α)<br />αυτός που έγινε [[αντιληπτός]] ή [[γνωστός]].
|mltxt=[[ἔκπυστος]], -ον (Α)<br />αυτός που έγινε [[αντιληπτός]] ή [[γνωστός]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἔκπυστος:''' -ον ([[ἐκπυνθάνομαι]]), [[γνωστός]], [[ξακουστός]], [[περίφημος]], σε Θουκ.
}}
}}