ἔμψυχος: Difference between revisions

4
(11)
(4)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (AM [[ἔμψυχος]], -ον)<br />αυτός που έχει [[ψυχή]], ζωή, [[κίνηση]], ο [[ζωντανός]] («μὴ κτείνειν τὸ ἔμψυχον», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για λόγο) [[ζωηρός]], [[ζωντανός]], [[δυνατός]]<br /><b>2.</b> [[κρύος]], [[ψυχρός]]<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὰ ἔμψυχα</i><br />τα ζώα. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>εμψύχως</i><br />ψυχωμένα, ζωηρά, [[δυνατά]].
|mltxt=-η, -ο (AM [[ἔμψυχος]], -ον)<br />αυτός που έχει [[ψυχή]], ζωή, [[κίνηση]], ο [[ζωντανός]] («μὴ κτείνειν τὸ ἔμψυχον», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για λόγο) [[ζωηρός]], [[ζωντανός]], [[δυνατός]]<br /><b>2.</b> [[κρύος]], [[ψυχρός]]<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὰ ἔμψυχα</i><br />τα ζώα. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>εμψύχως</i><br />ψυχωμένα, ζωηρά, [[δυνατά]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἔμψῡχος:''' -ον (ἐν, [[ψυχή]]),<br /><b class="num">1.</b> αυτός που έχει μέσα του [[ψυχή]], [[ζωντανός]], αυτός που ζει, [[έμβιος]], σε Ηρόδ., Αττ.<br /><b class="num">2.</b> για έναν λόγο, [[ζωηρός]], [[σθεναρός]], [[δυναμικός]], σε Λουκ.
}}
}}