κοιλία: Difference between revisions

5
(21)
(5)
Line 27: Line 27:
{{grml
{{grml
|mltxt=και [[κοιλία]], η (AM [[κοιλία]], Α ιων. τ. κοιλίη, Μ και [[κοιλία]])<br /><b>1.</b> η [[περιοχή]] του ανθρώπινου σώματος που περιλαμβάνεται [[ανάμεσα]] στον θώρακα και στη [[λεκάνη]] και περικλείει τα [[σπλάγχνα]], αλλ. [[γαστέρα]] («ἔπλησαν τοῡ νεκροῦ τὴν κοιλίην, [[οὔτε]] ἀναταμόντες αὐτὸν [[οὔτε]] ἐξελόντες τήν νηδύν», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>2.</b> το [[στομάχι]] ή τα έντερα (α. «[[πρέπει]] να γεμίσω την [[κοιλιά]] μου για να μπορέσω να δουλέψω» β. «οὐ πλύνειν ἑᾶς τὰς κοιλίας πωλεῑν τε τοὺς ἀλλᾱντας», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>3.</b> [[ονομασία]] διαφόρων κοιλοτήτων τών οργάνων του σώματος, όπως τών πνευμόνων, της καρδιάς, του εγκεφάλου κ.ά. (α. «κοιλίες της καρδιάς» — οι δύο κοιλότητες της καρδιάς στις οποίες συγκεντρώνεται το [[αίμα]] που προέρχεται από τους κόλπους και το οποίο εξωθείται [[κατά]] την καρδιακή [[συστολή]] από μεν τη [[δεξιά]] [[προς]] τους πνεύμονες από δε την αριστερή [[προς]] τις αρτηρίες του σώματος<br />β. «κοιλίες του εγκεφάλου» — κοιλότητες που βρίσκονται στο [[κέντρο]] τών εγκεφαλικών ημισφαιρίων, του διάμεσου εγκεφάλου και του έσχατου εγκεφάλου<br />γ. «κοιλίες του λάρυγγα» — δύο κολπώματα της λαρυγγικής κοιλότητας<br />δ. «κοιλίαι αἱ τὸ [[πνεῦμα]] δεχόμενοι καὶ προπέμπουσαι», Ιπποκρ.)<br /><b>4.</b> η [[μήτρα]] (α. «[[εννιά]] μήνες σέ είχα στην [[κοιλιά]] μου» β. «ευλογημένος ο [[καρπός]] τῆς κοιλίας σου», ΚΔ)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> το πρόσθιο [[τοίχωμα]] της γαστέρας («ο [[ομφαλός]] βρίσκεται στο [[κέντρο]] της κοιλιάς»)<br /><b>2.</b> [[κύρτωμα]] [[προς]] τα [[μέσα]], ή [[εξόγκωμα]] ή [[προεξοχή]] (α. «έκανε [[κοιλιά]] ο [[τοίχος]]» β. «η [[κοιλιά]] του κανατιού»)<br /><b>3.</b> <b>ζωολ.</b> α) (στα σπονδυλόζωα) το [[τμήμα]] του κορμού που βρίσκεται [[μεταξύ]] του στήθους και της λεκάνης και [[προς]] το [[μέρος]] του εδάφους ή του βυθού<br />β) (στα αρθρόποδα) το οπίσθιο [[μέρος]] του σώματος, που περιέχει τα αναπαραγωγικά όργανα και το [[πίσω]] [[τμήμα]] του πεπτικού συστήματος<br /><b>4.</b> <b>φυσ.</b> τα [[σημεία]] ενός στάσιμου κύματος στο οποίο αντιστοιχεί [[μέγιστο]] [[πλάτος]] («[[κοιλία]] παλλόμενης χορδής»)<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «[[κάνω]] [[κοιλιά]]»<br />i) [[γίνομαι]] [[κοιλαράς]]<br />ii) [[χάνω]] [[προς]] [[στιγμή]] την αποδοτικότητά μου, αποδιοργανώνομαι, [[χαλαρώνω]]<br />β) «[[πρέπει]] να έχεις [[μεγάλη]] [[κοιλιά]]» — [[πρέπει]] να είσαι [[υπομονετικός]] στην [[ενοχλητικότητα]] τών άλλων<br />γ) «έπεσε με την [[κοιλιά]]» — έπεσε [[μπρούμυτα]]<br />δ) (για επίτοκη [[γυναίκα]]) «[[είναι]] με την [[κοιλιά]] στο [[στόμα]]» — κοντεύει να γεννήσει<br />ε) «η ζωή του αρχίζει με την [[κοιλιά]] του και τελειώνει με την [[κοιλιά]] του» — έχει [[συνεχώς]] το [[μυαλό]] του στο [[φαγητό]], [[είναι]] [[κοιλιόδουλος]]<br /><b>4.</b> <b>παροιμ.</b> α) «που δεν κουράσει γόνατα [[κοιλιά]] δεν θεραπεύει» — αυτός που αποφεύγει την [[κούραση]] μένει [[νηστικός]]<br />β) «η [[κοιλιά]] παραθύρια δεν έχει» — δεν μπορεί να γνωρίζει ο [[ένας]] τί τρώει ο [[άλλος]]<br />γ) «του παιδιού η [[κοιλιά]] [[κοφίνι]] και [[τρελός]] [[οπού]] του δίνει» — τα [[παιδιά]] τρώνε [[συνεχώς]] εφόσον βρίσκουν [[φαγητό]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[σωθικά]], [[ψυχή]]<br /><b>2.</b> (για [[πλοίο]]) τα ύφαλα<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>φρ.</b> «[[κοιλία]] Ἅδου» — ο [[κάτω]] [[κόσμος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ο [[θώρακας]] («τὰ κατὰ κοιλίαν νουσήματα» — τα νοσήματα της. θωρακικής κοιλότητας, Ιπποκρ.)<br /><b>2.</b> [[κοίλωμα]] οστού<br /><b>3.</b> [[κάθε]] [[κοιλότητα]] της γης<br /><b>4.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>αἱ κοιλίαι</i><br />α) τα περιττώματα, τα [[κόπρανα]]<br />β) υποθετικές κοιλότητες τών [[μυών]]<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> α) «κοιλίαν σκληρὰν ἔχω» — [[είμαι]] [[δυσκοίλιος]]<br />β) «[[κατά]] κοιλίαν νοσῶ» — μέ πονά η κοιλιακή [[χώρα]]<br />γ) «τήν κοιλίαν λύω» — [[προκαλώ]] [[κένωση]] του εντέρου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κοῖλος]]. Η λ. δήλωνε αρχικά [[κάθε]] [[κοιλότητα]] του σώματος, τελικά δε κατέληξε να σημαίνει [[κυρίως]] την [[κοιλότητα]] τών σπλάγχνων, την [[κοιλιά]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[κοιλιακός]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[κοιλίδιον]], [[κοιλιτική]]<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br />[[κοιλιάρης]], [[κοιλούλα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[κοιλαράς]], [[κοιλάτος]], [[κοιλιάζω]], [[κοιλιαίος]], [[κοιλίτσα]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α συνθετικό) [[κοιλιόδεσμος]], [[κοιλιόδουλος]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[κοιλήπατα]], [[κοιλιαλγώ]], [[κοιλιοδαίμων]], [[κοιλιολάτρης]], [[κοιλιολυσία]], [[κοιλιολυτώ]], [[κοιλιοπώλης]], [[κοιλιοστροφία]], [[κοιλιοφορώ]], [[κοιλιοφορώς]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[κοιλιομανία]]<br /><b>μσν.</b><br /><i>κοιλέντερα</i>, [[κοιλιολυτώ]], [[κοιλιολυτικός]], [[κοιλιοπονώ]], [[κοιλιοπρήστης]], [[κοιλιόσυρτος]], [[κοιλιοχορδοφάσα]]<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br />[[κοιλιοδουλεία]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[κοιλάρφανος]], [[κοιλεντερωτά]], [[κοιλιάδελφοι]], [[κοιλιαλγία]], [[κοιλιογραφία]], [[κοιλιοκάκη]], [[κοιλιοκήλη]], <i>κοιλιοπτωσία</i>, [[κοιλιοσκοπία]], <i>κοιλιοτομία</i>, [[κοιλοπόνημα]], <i>κοιλοπάνια</i> (<i>τα</i>), [[κοιλόπονος]], [[κοιλοπονώ]]. (Β συνθετικό) [[πρόκοιλος]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[μεγαλόκοιλος]], <i>υδρόκοιλος</i><br /><b>νεοελλ.</b><br />[[πονόκοιλος]]].
|mltxt=και [[κοιλία]], η (AM [[κοιλία]], Α ιων. τ. κοιλίη, Μ και [[κοιλία]])<br /><b>1.</b> η [[περιοχή]] του ανθρώπινου σώματος που περιλαμβάνεται [[ανάμεσα]] στον θώρακα και στη [[λεκάνη]] και περικλείει τα [[σπλάγχνα]], αλλ. [[γαστέρα]] («ἔπλησαν τοῡ νεκροῦ τὴν κοιλίην, [[οὔτε]] ἀναταμόντες αὐτὸν [[οὔτε]] ἐξελόντες τήν νηδύν», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>2.</b> το [[στομάχι]] ή τα έντερα (α. «[[πρέπει]] να γεμίσω την [[κοιλιά]] μου για να μπορέσω να δουλέψω» β. «οὐ πλύνειν ἑᾶς τὰς κοιλίας πωλεῑν τε τοὺς ἀλλᾱντας», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>3.</b> [[ονομασία]] διαφόρων κοιλοτήτων τών οργάνων του σώματος, όπως τών πνευμόνων, της καρδιάς, του εγκεφάλου κ.ά. (α. «κοιλίες της καρδιάς» — οι δύο κοιλότητες της καρδιάς στις οποίες συγκεντρώνεται το [[αίμα]] που προέρχεται από τους κόλπους και το οποίο εξωθείται [[κατά]] την καρδιακή [[συστολή]] από μεν τη [[δεξιά]] [[προς]] τους πνεύμονες από δε την αριστερή [[προς]] τις αρτηρίες του σώματος<br />β. «κοιλίες του εγκεφάλου» — κοιλότητες που βρίσκονται στο [[κέντρο]] τών εγκεφαλικών ημισφαιρίων, του διάμεσου εγκεφάλου και του έσχατου εγκεφάλου<br />γ. «κοιλίες του λάρυγγα» — δύο κολπώματα της λαρυγγικής κοιλότητας<br />δ. «κοιλίαι αἱ τὸ [[πνεῦμα]] δεχόμενοι καὶ προπέμπουσαι», Ιπποκρ.)<br /><b>4.</b> η [[μήτρα]] (α. «[[εννιά]] μήνες σέ είχα στην [[κοιλιά]] μου» β. «ευλογημένος ο [[καρπός]] τῆς κοιλίας σου», ΚΔ)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> το πρόσθιο [[τοίχωμα]] της γαστέρας («ο [[ομφαλός]] βρίσκεται στο [[κέντρο]] της κοιλιάς»)<br /><b>2.</b> [[κύρτωμα]] [[προς]] τα [[μέσα]], ή [[εξόγκωμα]] ή [[προεξοχή]] (α. «έκανε [[κοιλιά]] ο [[τοίχος]]» β. «η [[κοιλιά]] του κανατιού»)<br /><b>3.</b> <b>ζωολ.</b> α) (στα σπονδυλόζωα) το [[τμήμα]] του κορμού που βρίσκεται [[μεταξύ]] του στήθους και της λεκάνης και [[προς]] το [[μέρος]] του εδάφους ή του βυθού<br />β) (στα αρθρόποδα) το οπίσθιο [[μέρος]] του σώματος, που περιέχει τα αναπαραγωγικά όργανα και το [[πίσω]] [[τμήμα]] του πεπτικού συστήματος<br /><b>4.</b> <b>φυσ.</b> τα [[σημεία]] ενός στάσιμου κύματος στο οποίο αντιστοιχεί [[μέγιστο]] [[πλάτος]] («[[κοιλία]] παλλόμενης χορδής»)<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «[[κάνω]] [[κοιλιά]]»<br />i) [[γίνομαι]] [[κοιλαράς]]<br />ii) [[χάνω]] [[προς]] [[στιγμή]] την αποδοτικότητά μου, αποδιοργανώνομαι, [[χαλαρώνω]]<br />β) «[[πρέπει]] να έχεις [[μεγάλη]] [[κοιλιά]]» — [[πρέπει]] να είσαι [[υπομονετικός]] στην [[ενοχλητικότητα]] τών άλλων<br />γ) «έπεσε με την [[κοιλιά]]» — έπεσε [[μπρούμυτα]]<br />δ) (για επίτοκη [[γυναίκα]]) «[[είναι]] με την [[κοιλιά]] στο [[στόμα]]» — κοντεύει να γεννήσει<br />ε) «η ζωή του αρχίζει με την [[κοιλιά]] του και τελειώνει με την [[κοιλιά]] του» — έχει [[συνεχώς]] το [[μυαλό]] του στο [[φαγητό]], [[είναι]] [[κοιλιόδουλος]]<br /><b>4.</b> <b>παροιμ.</b> α) «που δεν κουράσει γόνατα [[κοιλιά]] δεν θεραπεύει» — αυτός που αποφεύγει την [[κούραση]] μένει [[νηστικός]]<br />β) «η [[κοιλιά]] παραθύρια δεν έχει» — δεν μπορεί να γνωρίζει ο [[ένας]] τί τρώει ο [[άλλος]]<br />γ) «του παιδιού η [[κοιλιά]] [[κοφίνι]] και [[τρελός]] [[οπού]] του δίνει» — τα [[παιδιά]] τρώνε [[συνεχώς]] εφόσον βρίσκουν [[φαγητό]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[σωθικά]], [[ψυχή]]<br /><b>2.</b> (για [[πλοίο]]) τα ύφαλα<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>φρ.</b> «[[κοιλία]] Ἅδου» — ο [[κάτω]] [[κόσμος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ο [[θώρακας]] («τὰ κατὰ κοιλίαν νουσήματα» — τα νοσήματα της. θωρακικής κοιλότητας, Ιπποκρ.)<br /><b>2.</b> [[κοίλωμα]] οστού<br /><b>3.</b> [[κάθε]] [[κοιλότητα]] της γης<br /><b>4.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>αἱ κοιλίαι</i><br />α) τα περιττώματα, τα [[κόπρανα]]<br />β) υποθετικές κοιλότητες τών [[μυών]]<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> α) «κοιλίαν σκληρὰν ἔχω» — [[είμαι]] [[δυσκοίλιος]]<br />β) «[[κατά]] κοιλίαν νοσῶ» — μέ πονά η κοιλιακή [[χώρα]]<br />γ) «τήν κοιλίαν λύω» — [[προκαλώ]] [[κένωση]] του εντέρου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κοῖλος]]. Η λ. δήλωνε αρχικά [[κάθε]] [[κοιλότητα]] του σώματος, τελικά δε κατέληξε να σημαίνει [[κυρίως]] την [[κοιλότητα]] τών σπλάγχνων, την [[κοιλιά]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[κοιλιακός]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[κοιλίδιον]], [[κοιλιτική]]<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br />[[κοιλιάρης]], [[κοιλούλα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[κοιλαράς]], [[κοιλάτος]], [[κοιλιάζω]], [[κοιλιαίος]], [[κοιλίτσα]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α συνθετικό) [[κοιλιόδεσμος]], [[κοιλιόδουλος]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[κοιλήπατα]], [[κοιλιαλγώ]], [[κοιλιοδαίμων]], [[κοιλιολάτρης]], [[κοιλιολυσία]], [[κοιλιολυτώ]], [[κοιλιοπώλης]], [[κοιλιοστροφία]], [[κοιλιοφορώ]], [[κοιλιοφορώς]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[κοιλιομανία]]<br /><b>μσν.</b><br /><i>κοιλέντερα</i>, [[κοιλιολυτώ]], [[κοιλιολυτικός]], [[κοιλιοπονώ]], [[κοιλιοπρήστης]], [[κοιλιόσυρτος]], [[κοιλιοχορδοφάσα]]<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br />[[κοιλιοδουλεία]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[κοιλάρφανος]], [[κοιλεντερωτά]], [[κοιλιάδελφοι]], [[κοιλιαλγία]], [[κοιλιογραφία]], [[κοιλιοκάκη]], [[κοιλιοκήλη]], <i>κοιλιοπτωσία</i>, [[κοιλιοσκοπία]], <i>κοιλιοτομία</i>, [[κοιλοπόνημα]], <i>κοιλοπάνια</i> (<i>τα</i>), [[κοιλόπονος]], [[κοιλοπονώ]]. (Β συνθετικό) [[πρόκοιλος]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[μεγαλόκοιλος]], <i>υδρόκοιλος</i><br /><b>νεοελλ.</b><br />[[πονόκοιλος]]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''κοιλία:''' Ιων. -ίη, <i>ἡ</i> ([[κοῖλος]]),<br /><b class="num">1.</b> η [[μεγάλη]] [[κοιλότητα]] του σώματος, η [[κοιλία]], Λατ. [[venter]], σε Ηρόδ., Αριστοφ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> [[εντόσθια]], σπλάχνα, σε Ηρόδ.· <i>κ. ὑεία</i>, [[πατσάς]] χοίρου, σε Αριστοφ.· στον πληθ. [[πατσάς]] και κοιλίες, στον ίδ.
}}
}}