θωρακίζω: Difference between revisions

5
(17)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=(ΑΜ [[θωρακίζω]]) [[θώραξ]]<br />[[οπλίζω]] κάποιον με θώρακα, [[ενισχύω]] κάποιον με θώρακα<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[επενδύω]] [[κάτι]] με σιδερένιες πλάκες ή ελάσματα για να γίνει απρόσβλητο από τα βλήματα («θωρακισμένο [[αυτοκίνητο]]»)<br /><b>2.</b> [[προστατεύω]] ένα ηλεκτρικό [[κύκλωμα]] ή μια ηλεκτρική [[συσκευή]] με [[θωράκιση]]<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> <b>μέσ.</b> <i>θωρακίζομαι</i><br />προφυλάσσομαι, οπλίζομαι με [[κάτι]] («θωρακίζομαι με [[υπομονή]]»)<br /><b>4.</b> (το ουδ. πληθ. μτχ. παθ. παρακμ. ως ουσ.) <i>τα</i> (<i>τε</i>)<i>θωρακισμένα</i><br />στρατιωτικές μονάδες αρμάτων και άλλων οχημάτων οι οποίες χρησιμοποιούνται [[κυρίως]] ως τμήματα εφόδου σε χερσαίες και αμφίβιες επιχειρήσεις<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[καλύπτω]] με αμυντικό οπλισμό<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>μέσ.</b> <i>θωρακίζομαι</i><br />[[φορώ]] τον θώρακα μου<br /><b>2.</b> (μτχ. παθ. παρακμ. αρσ. στον πληθ. ως ουσ.) <i>οἱ τεθωρακισμένοι</i><br />οι θωρακοφόροι, οι οπλισμένοι με θώρακα ιππείς<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> (για άγριους κάπρους) «θωρακίζουσι ἑαυτούς» — καλύπτονται με [[λάσπη]] [[πριν]] τη [[μάχη]].
|mltxt=(ΑΜ [[θωρακίζω]]) [[θώραξ]]<br />[[οπλίζω]] κάποιον με θώρακα, [[ενισχύω]] κάποιον με θώρακα<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[επενδύω]] [[κάτι]] με σιδερένιες πλάκες ή ελάσματα για να γίνει απρόσβλητο από τα βλήματα («θωρακισμένο [[αυτοκίνητο]]»)<br /><b>2.</b> [[προστατεύω]] ένα ηλεκτρικό [[κύκλωμα]] ή μια ηλεκτρική [[συσκευή]] με [[θωράκιση]]<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> <b>μέσ.</b> <i>θωρακίζομαι</i><br />προφυλάσσομαι, οπλίζομαι με [[κάτι]] («θωρακίζομαι με [[υπομονή]]»)<br /><b>4.</b> (το ουδ. πληθ. μτχ. παθ. παρακμ. ως ουσ.) <i>τα</i> (<i>τε</i>)<i>θωρακισμένα</i><br />στρατιωτικές μονάδες αρμάτων και άλλων οχημάτων οι οποίες χρησιμοποιούνται [[κυρίως]] ως τμήματα εφόδου σε χερσαίες και αμφίβιες επιχειρήσεις<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[καλύπτω]] με αμυντικό οπλισμό<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>μέσ.</b> <i>θωρακίζομαι</i><br />[[φορώ]] τον θώρακα μου<br /><b>2.</b> (μτχ. παθ. παρακμ. αρσ. στον πληθ. ως ουσ.) <i>οἱ τεθωρακισμένοι</i><br />οι θωρακοφόροι, οι οπλισμένοι με θώρακα ιππείς<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> (για άγριους κάπρους) «θωρακίζουσι ἑαυτούς» — καλύπτονται με [[λάσπη]] [[πριν]] τη [[μάχη]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''θωρᾱκίζω:''' μέλ. <i>-ίσω</i> (<i>θῶραξ</i>),<br /><b class="num">I.</b> [[οπλίζω]] με θώρακα πολεμιστή ή ελαφρύτερο θώρακα, σε Ξεν.· Μέσ., φορώ τον θώρακά μου, στον ίδ.· <i>οἱ τεθωρακισμένοι</i>, αυτοί που φορούν θώρακα, σε Θουκ., Ξεν.<br /><b class="num">II.</b> γενικά, [[καλύπτω]] με αμυντική [[πανοπλία]], ἐθωράκισε πλὴν [[τῶν]] ὀφθαλμῶν, σε Ξεν.
}}
}}