λάλημα: Difference between revisions

5
(22)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=το (AM [[λάλημα]]) [[λαλώ]]<br />[[ομιλία]], [[λόγος]], [[φλυαρία]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[κελάδημα]] ή [[φωνή]] πτηνού («του πετεινού το [[λάλημα]]»)<br /><b>2.</b> [[ήχος]] μουσικού οργάνου, πνευστού ή έγχορδου<br /><b>3.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>τα λαλήματα</i><br />τα [[λαλούμενα]], δηλ. τα μουσικά όργανα που απαρτίζουν μικρή λαϊκή [[ορχήστρα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[κατηγορία]] [[εναντίον]] κάποιου, [[καταλαλιά]] («καὶ ἔσται Ἰσραὴλ εἰς ἀφανισμὸν καὶ εἰς [[λάλημα]] εἰς πάντας τοὺς λαούς», ΠΔ)<br /><b>2.</b> ύφος λόγου<br /><b>3.</b> <b>συνεκδ.</b> ο [[φλύαρος]], ο [[φαφλατάς]] («σοφῶν πανούργων ποικίλων λαλημάτων», <b>Ευρ.</b>).
|mltxt=το (AM [[λάλημα]]) [[λαλώ]]<br />[[ομιλία]], [[λόγος]], [[φλυαρία]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[κελάδημα]] ή [[φωνή]] πτηνού («του πετεινού το [[λάλημα]]»)<br /><b>2.</b> [[ήχος]] μουσικού οργάνου, πνευστού ή έγχορδου<br /><b>3.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>τα λαλήματα</i><br />τα [[λαλούμενα]], δηλ. τα μουσικά όργανα που απαρτίζουν μικρή λαϊκή [[ορχήστρα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[κατηγορία]] [[εναντίον]] κάποιου, [[καταλαλιά]] («καὶ ἔσται Ἰσραὴλ εἰς ἀφανισμὸν καὶ εἰς [[λάλημα]] εἰς πάντας τοὺς λαούς», ΠΔ)<br /><b>2.</b> ύφος λόγου<br /><b>3.</b> <b>συνεκδ.</b> ο [[φλύαρος]], ο [[φαφλατάς]] («σοφῶν πανούργων ποικίλων λαλημάτων», <b>Ευρ.</b>).
}}
{{lsm
|lsmtext='''λάλημα:''' [λᾰ], -ατος, τό,<br /><b class="num">I.</b> [[ομιλία]], [[φλυαρία]], σε Μόσχ.<br /><b class="num">II.</b> [[φλύαρος]] [[άνθρωπος]], σε Σοφ., Ευρ.
}}
}}