σύν: Difference between revisions

5,125 bytes added ,  30 December 2018
6
(strοng)
(6)
Line 27: Line 27:
{{StrongGR
{{StrongGR
|strgr=a [[primary]] preposition denoting [[union]]; [[with]] or [[together]] ([[but]] [[much]] closer [[than]] [[μετά]] or [[παρά]]), i.e. by [[association]], [[companionship]], [[process]], [[resemblance]], [[possession]], [[instrumentality]], [[addition]], etc.: [[beside]], [[with]]. In [[composition]] it has [[similar]] applications, including completeness.
|strgr=a [[primary]] preposition denoting [[union]]; [[with]] or [[together]] ([[but]] [[much]] closer [[than]] [[μετά]] or [[παρά]]), i.e. by [[association]], [[companionship]], [[process]], [[resemblance]], [[possession]], [[instrumentality]], [[addition]], etc.: [[beside]], [[with]]. In [[composition]] it has [[similar]] applications, including completeness.
}}
{{lsm
|lsmtext='''σύν:''' [ῠ], αρχ. Αττ. [[ξύν]], πρόθ. που συντάσσεται με δοτ., Λατ. [[cum]]·<br /><b class="num">Α. I. 1.</b> μαζί με, με τη [[βοήθεια]], συνεταιρικά με, από κοινού, ομαδικά· <i>δεῦρ' ἤλυθε σὺν Μενελάῳ</i>, σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">2.</b> με παράλληλη [[σημασία]] της βοήθειας, <i>σὺν θεῷ</i>, με τη [[βοήθεια]] ή την [[ευλογία]] του θεού (ο [[θεός]] θεωρείται ότι στέκεται στο πλάι κάποιου), σε Όμηρ. κ.λπ.· <i>σὺν θεῷ εἰρημένον</i>, [[κάτι]] που ειπώθηκε σα να είχε θεϊκή [[έμπνευση]], σε Ηρόδ.· ομοίως, <i>σὺν δαίμονι</i>, <i>σὺν Διί</i>, <i>σὺν Ἀθήνῃ</i>, σε Ομήρ. Ιλ.· επίσης, [[σύν]] τινι [[εἶναι]] ή <i>[[γίγνεσθαι]]</i>, είμαι μαζί με κάποιον, δηλ. στο [[πλευρό]] του, με το [[μέρος]] του, στην παράταξή του, σε Ξεν.· οἱ [[σύν]] τινι, φίλοι κάποιου, ακόλουθοί του, στον ίδ.<br /><b class="num">3.</b> αυτός που είναι [[προικισμένος]] με κάποιο [[χάρισμα]], [[ἄκοιτις]] σὺν μεγάλῃ ἀρετῇ, σε Ομήρ. Οδ.· λέγεται για πράγματα που ανήκουν σε κάποιον ή τα χειρίζεται [[κάποιος]], [[στῆ]] σὺν [[δουρί]], σε Ομήρ. Ιλ.· [[σκῆπτρον]], <i>σὺν τῷ ἔβῃ</i>, στο ίδ.· <i>αὐτῇ σὺν φόρμιγγι</i>, στο ίδ. (έτσι, στην Αττ., η πρόθ. <i>σὺν</i> [[συχνά]] παραλείπεται).<br /><b class="num">4.</b> λέγεται για [[δύο]] ή περισσότερα πράγματα που λαμβάνονται από κοινού, <i>θύελλαι σὺνβορέῃ</i>, [[ἄνεμος]] σὺν λαίλαπι, σε Ομήρ. Οδ.<br /><b class="num">5.</b> λέγεται για αναγκαία [[σχέση]] ή [[συνέπεια]], <i>σὺν μεγάλῳ ἀποτίσαι</i>, [[πληρώνω]] με [[μεγάλη]] [[απώλεια]], δηλ. [[υποφέρω]] [[πολύ]], σε Ομήρ. Ιλ.· <i>σὺν τῷ σῷ ἀγαθῷ</i>, για δικό [[σου]] όφελος, [[πλεονέκτημα]], Λατ. tuo [[cum]] [[commodo]], σε Ξεν.· <i>σὺν μιάσματι</i>, έχοντας έρθει σε [[επαφή]] με [[μόλυσμα]], σε Σοφ.· και γενικά, σε [[συμφωνία]], σε [[αντιστοιχία]] με· <i>σὺν δίκᾳ</i>, σε Πίνδ.· <i>σὺν κόσμῳ</i>, σὺν [[τάχει]] κ.λπ.· [[σχεδόν]] = επιρρ., [[δικαίως]], [[κοσμίως]], [[ταχέως]], σε Αττ.<br /><b class="num">6.</b> με, μέσω, <i>σὺν νεφέεσσι κάλυψεν γαῖαν</i>, σε Ομήρ. Οδ., Πίνδ.· <i>πλοῦτον ἐκτήσω σὺν αἰχμῇ</i>, σε Αισχύλ.<br /><b class="num">7.</b> με [[τακτ]]. αριθμ., <i>ἐμοὶ σὺν ἑβδόμῳ</i>, δηλ. εγώ μαζί με άλλους έξι, στον ίδ. <b>Β.</b> [[σύν]] ως επίρρ.·<br /><b class="num">1.</b> μαζί, από κοινού, σε Αισχύλ., Σοφ.<br /><b class="num">2.</b> επίσης, ομοίως, συγχρόνως, σε Ομήρ. Οδ., Τραγ. <b>Γ.</b> ΣΤΑ ΣΥΝΘ.·<br /><b class="num">I. 1.</b> μαζί, μαζί με κάποιον, από κοινού, συγχρόνως, Λατ. [[con]]· στα σύνθ. ως μτβ. [[ρήμα]], όπως το [[κτείνω]], το [[σύν]] μπορεί να αναφέρεται σε [[δύο]] πράγματα, [[σκοτώνω]] κάποιον όπως [[σκοτώνω]] ή έχω σκοτώσει και κάποιον [[άλλο]], ή, [[συνεργώ]] με κάποιον στη [[διάπραξη]] φόνου.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για την [[ολοκλήρωση]] μιας πράξης, συνολικά, εντελώς, πλήρως, όπως στα [[συμπληρόω]], [[συντέμνω]].<br /><b class="num">3.</b> συντίθεται με αριθμ., [[σύνδυο]], [[δύο]] μαζί ή ανά [[δύο]], δυο δυο· ομοίως, [[σύντρεις]], [[σύμπεντε]] κ.λπ. όπως τα Λατ. [[bini]], [[terni]] κ.λπ.<br /><b class="num">II.</b> το <i>συν-</i> [[πριν]] από τα σύμφωνα <i>β</i>, <i>μ</i>, <i>π</i>, <i>φ</i>, <i>ψ</i> γίνεται <i>συμ-</i>· [[πριν]] από τα <i>γ</i>, <i>κ</i>, <i>ξ</i>, <i>χ</i>, γίνεται <i>συγ-</i>· [[πριν]] το <i>λ</i>, <i>συλ-</i>· [[πριν]] το <i>σ</i>, γίνεται <i>συσ-</i>· [[πριν]] όμως από το <i>στ-</i> γίνεται <i>συ-</i>, όπως <i>συστῆναι</i>.
}}
}}