πήρα: Difference between revisions

192 bytes added ,  30 December 2018
6
(32)
(6)
Line 30: Line 30:
{{grml
{{grml
|mltxt=η, ΝΜΑ, και ιων. τ. πήρη και πάρη, Α<br />[[οδοιπορικός]] [[σάκος]], [[συνήθως]] [[δερμάτινος]], που κρέμεται από τον ώμο, [[ταγάρι]], [[σακούλι]] («ἀνθρώπων [[ἕκαστος]] δύο πήρας φέρει», Αίσωπ.)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[παγίδα]] από καλάμια πλεγμένα ή από [[συρματόπλεγμα]], που χρησιμοποιείται στα ιχθυοτροφεία για τη [[σύλληψη]] τών ψαριών<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «κυνηγετική [[πήρα]]» — [[σάκος]], [[συνήθως]] [[δερμάτινος]] ή από αδιάβροχο ύφασμα, που χρησιμοποιείται από τους κυνηγούς.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ. Όπως συμβαίνει και με άλλες λ. ανάλογης σημ. (<b>πρβλ.</b> [[θύλακος]], [[σάκος]]). Ο τ. αποτελεί πιθ. [[δάνειο]] και ανήκει στην [[κατηγορία]] τών λέξεων με ευρεία [[διάδοση]]].
|mltxt=η, ΝΜΑ, και ιων. τ. πήρη και πάρη, Α<br />[[οδοιπορικός]] [[σάκος]], [[συνήθως]] [[δερμάτινος]], που κρέμεται από τον ώμο, [[ταγάρι]], [[σακούλι]] («ἀνθρώπων [[ἕκαστος]] δύο πήρας φέρει», Αίσωπ.)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[παγίδα]] από καλάμια πλεγμένα ή από [[συρματόπλεγμα]], που χρησιμοποιείται στα ιχθυοτροφεία για τη [[σύλληψη]] τών ψαριών<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «κυνηγετική [[πήρα]]» — [[σάκος]], [[συνήθως]] [[δερμάτινος]] ή από αδιάβροχο ύφασμα, που χρησιμοποιείται από τους κυνηγούς.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ. Όπως συμβαίνει και με άλλες λ. ανάλογης σημ. (<b>πρβλ.</b> [[θύλακος]], [[σάκος]]). Ο τ. αποτελεί πιθ. [[δάνειο]] και ανήκει στην [[κατηγορία]] τών λέξεων με ευρεία [[διάδοση]]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''πήρα:''' Ιων. [[πήρη]], ἡ, [[δερμάτινος]] [[σάκος]], δισάκι, [[σακούλι]], Λατ. [[pera]], σε Ομήρ. Οδ., Αριστοφ.
}}
}}