χωλός: Difference between revisions

451 bytes added ,  30 December 2018
6
(47c)
(6)
Line 30: Line 30:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό / [[χωλός]], -ή, -όν, ΝΜΑ<br /><b>1.</b> αυτός που έχει χάσει το [[πόδι]] ή τα πόδια του, [[κουτσός]]<br /><b>2.</b> αυτός που δεν μπορεί να βαδίσει κανονικά [[επειδή]] έχει [[ελάττωμα]] στο [[πόδι]] ή στα πόδια<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> [[ελλιπής]], [[ελαττωματικός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ο [[χωλός]]<br /><b>ζωολ.</b> [[γένος]] κολεόπτερων εντόμων<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που έχει παράλυτο [[χέρι]], [[κουλός]] («χεῑρα χωλὴν ἕξειν», Ιπποκρ.)<br /><b>2.</b> <b>(μετρ.)</b> (για ιαμβικό τρίμετρο στίχο) αυτός που έχει σπονδείο στη δεύτερη, στην τέταρτη ή στην [[έκτη]] [[θέση]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>χωλῶς</i> Μ<br />ελλιπώς, ελαττωματικά.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ. λ. που εμφανίζει το [[επίθημα]] -<i>λός</i> τών επιθ. τα οποία δηλώνουν σωματικές αναπηρίες (<b>[[πρβλ]].</b> <i>στρεβ</i>-<i>λός</i>, <i>τραυ</i>-<i>λός</i>, <i>τυφ</i>-<i>λός</i>). Η [[σύνδεση]] της λ. με το ρ. <i>χαλῶ</i> παραμένει ανεπιβεβαίωτη].
|mltxt=-ή, -ό / [[χωλός]], -ή, -όν, ΝΜΑ<br /><b>1.</b> αυτός που έχει χάσει το [[πόδι]] ή τα πόδια του, [[κουτσός]]<br /><b>2.</b> αυτός που δεν μπορεί να βαδίσει κανονικά [[επειδή]] έχει [[ελάττωμα]] στο [[πόδι]] ή στα πόδια<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> [[ελλιπής]], [[ελαττωματικός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ο [[χωλός]]<br /><b>ζωολ.</b> [[γένος]] κολεόπτερων εντόμων<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που έχει παράλυτο [[χέρι]], [[κουλός]] («χεῑρα χωλὴν ἕξειν», Ιπποκρ.)<br /><b>2.</b> <b>(μετρ.)</b> (για ιαμβικό τρίμετρο στίχο) αυτός που έχει σπονδείο στη δεύτερη, στην τέταρτη ή στην [[έκτη]] [[θέση]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>χωλῶς</i> Μ<br />ελλιπώς, ελαττωματικά.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ. λ. που εμφανίζει το [[επίθημα]] -<i>λός</i> τών επιθ. τα οποία δηλώνουν σωματικές αναπηρίες (<b>[[πρβλ]].</b> <i>στρεβ</i>-<i>λός</i>, <i>τραυ</i>-<i>λός</i>, <i>τυφ</i>-<i>λός</i>). Η [[σύνδεση]] της λ. με το ρ. <i>χαλῶ</i> παραμένει ανεπιβεβαίωτη].
}}
{{lsm
|lsmtext='''χωλός:''' -ή, -όν,<br /><b class="num">I.</b> [[ανάπηρος]] στα πόδια, [[κουτσός]], ακρωτηριασμένος, χωλὸς [[πόδα]], σε Όμηρ.· <i>χωλὸς ἀμφοτέροις</i> (ενν. [[ποσί]]), σε Λουκ.<br /><b class="num">II.</b> μεταφ., σακατεμένος, [[ελλιπής]], [[ελαττωματικός]], Λατ. [[mancus]], σε Πλάτ., Ξεν.
}}
}}