στερίσκω: Difference between revisions

6
(38)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=Α<br />(δ. τ.) [[στερώ]] («[[στερίσκω]] τὴν ψυχὴν μου ἀπὸ ἀγαθωσύνης», ΠΔ).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Παράλληλος ενεστ. τ. τών [[στέρομαι]] / <i>στερῶ</i> με [[επίθημα]] -[[ίσχω]], σχηματισμένος από τον μέλλ. <i>στερήσω</i> [[κατά]] το [[σχήμα]] [[εὑρίσκω]]: [[εὑρήσω]].
|mltxt=Α<br />(δ. τ.) [[στερώ]] («[[στερίσκω]] τὴν ψυχὴν μου ἀπὸ ἀγαθωσύνης», ΠΔ).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Παράλληλος ενεστ. τ. τών [[στέρομαι]] / <i>στερῶ</i> με [[επίθημα]] -[[ίσχω]], σχηματισμένος από τον μέλλ. <i>στερήσω</i> [[κατά]] το [[σχήμα]] [[εὑρίσκω]]: [[εὑρήσω]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''στερίσκω:''' = [[στερέω]], μόνο σε ενεστ., [[αποστερώ]], [[απογυμνώνω]] από [[κάτι]], [[ξεγυμνώνω]], [[ληστεύω]], σε Ηρόδ., Αττ.
}}
}}