3,277,042
edits
(44) |
(6) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο, ΝΜΑ<br />[[ομοίωμα]] ανδρικού γεννητικού οργάνου, που περιφερόταν σε [[πομπή]] [[κατά]] τις βακχικές γιορτές και, γενικότερα, του απέδιδαν ιδιαίτερες τιμές ως συμβόλου της γονιμοποιού δύναμης της φύσης («τῷ Διονύσῳ ἑορτὴν ἄγοντες οἱ Ἕλληνες φαλλοῑς ἐτίμων αὐτόν», <b>Νόνν.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>συνεκδ.</b> το [[πέος]]<br /><b>2.</b> <b>ανατ.</b> η αρχική [[καταβολή]] τών έξω γεννητικών οργάνων στο [[έμβρυο]], αλλ. γεννητικό [[φύμα]]<br /><b>3.</b> <b>(μυκητ.)</b> [[γένος]] βασιδιομυκήτων που ανήκει στη [[τάξη]] [[φαλλώδη]]<br /><b>4.</b> (στην [[θεωρία]] της ψυχανάλυσης) το [[σημαίνον]] της ασυνείδητης επιθυμίας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Λ. του καθημερινού λεξιλογίου (όπως φαίνεται τόσο από τον φωνηεντισμό -<i>α</i>- όσο και από το διπλό [[σύμφωνο]] του τ.), η οποία ανάγεται στη συνεσταλμένη [[βαθμίδα]] της ΙΕ ρίζας <i>bhel</i>- «[[φουσκώνω]], πρήζομαι» (<b>πρβλ.</b> αρχ. ιρλδ. <i>ball</i> «[[μέλος]] του σώματος», γερμ. διαλ. <i>bille</i> «[[πέος]]») και συνδέεται με τον τ. [[βαλλίον]] «[[πέος]], [[φαλλός]]», λ. πιθ. θρακοφρυγικής προέλευσης, ο [[οποίος]] ανήκει στην [[ίδια]] [[οικογένεια]]. Ο τ. [[φαλλός]] έχει σχηματιστεί, [[κατά]] την επικρατέστερη [[άποψη]], από τ. <i>bhļ</i>-<i>y</i>-<i>o</i>, από ένα θ. σε -<i>ι</i>-: <i>bhļ</i>-<i>i</i>-. Η [[αναγωγή]] της λ. [[φαλλός]] σε τ. <i>bhļ</i>-<i>no</i>- με [[επίθημα]] -<i>no</i>- (στην οποία θα οδηγούσαν πιθ. οι συγγενείς τ. <i>Φαλλήν</i>, [[φάλλαινα]] [Ι] που εμφανίζουν -<i>ν</i>-) δεν θεωρείται πιθανή λόγω του ότι στην [[περίπτωση]] αυτή ενός τ. <i>φαλ</i>-<i>νός</i> [[είτε]] θα έπρεπε να υπάρχουν διαφορετικοί διαλεκτικοί τ. [[φαλλός]], <i>φᾱλος</i>, ως προϊόντα της αντέκτασης (<b>πρβλ.</b> <i>σταλ</i>-<i>να</i> > <i>στᾱλᾱ</i>) [[είτε]] θα έπρεπε να δεχθούμε μια [[αφομοίωση]] του -<i>λν</i>- σε -<i>λλ</i>- (<b>πρβλ.</b> [[ὄλλυμι]] <span style="color: red;"><</span> <i>ὄλ</i>-<i>νυ</i>-<i>μι</i>), η οποία, όμως, [[είναι]] σχετικά νεώτερο [[φαινόμενο]]]. | |mltxt=ο, ΝΜΑ<br />[[ομοίωμα]] ανδρικού γεννητικού οργάνου, που περιφερόταν σε [[πομπή]] [[κατά]] τις βακχικές γιορτές και, γενικότερα, του απέδιδαν ιδιαίτερες τιμές ως συμβόλου της γονιμοποιού δύναμης της φύσης («τῷ Διονύσῳ ἑορτὴν ἄγοντες οἱ Ἕλληνες φαλλοῑς ἐτίμων αὐτόν», <b>Νόνν.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>συνεκδ.</b> το [[πέος]]<br /><b>2.</b> <b>ανατ.</b> η αρχική [[καταβολή]] τών έξω γεννητικών οργάνων στο [[έμβρυο]], αλλ. γεννητικό [[φύμα]]<br /><b>3.</b> <b>(μυκητ.)</b> [[γένος]] βασιδιομυκήτων που ανήκει στη [[τάξη]] [[φαλλώδη]]<br /><b>4.</b> (στην [[θεωρία]] της ψυχανάλυσης) το [[σημαίνον]] της ασυνείδητης επιθυμίας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Λ. του καθημερινού λεξιλογίου (όπως φαίνεται τόσο από τον φωνηεντισμό -<i>α</i>- όσο και από το διπλό [[σύμφωνο]] του τ.), η οποία ανάγεται στη συνεσταλμένη [[βαθμίδα]] της ΙΕ ρίζας <i>bhel</i>- «[[φουσκώνω]], πρήζομαι» (<b>πρβλ.</b> αρχ. ιρλδ. <i>ball</i> «[[μέλος]] του σώματος», γερμ. διαλ. <i>bille</i> «[[πέος]]») και συνδέεται με τον τ. [[βαλλίον]] «[[πέος]], [[φαλλός]]», λ. πιθ. θρακοφρυγικής προέλευσης, ο [[οποίος]] ανήκει στην [[ίδια]] [[οικογένεια]]. Ο τ. [[φαλλός]] έχει σχηματιστεί, [[κατά]] την επικρατέστερη [[άποψη]], από τ. <i>bhļ</i>-<i>y</i>-<i>o</i>, από ένα θ. σε -<i>ι</i>-: <i>bhļ</i>-<i>i</i>-. Η [[αναγωγή]] της λ. [[φαλλός]] σε τ. <i>bhļ</i>-<i>no</i>- με [[επίθημα]] -<i>no</i>- (στην οποία θα οδηγούσαν πιθ. οι συγγενείς τ. <i>Φαλλήν</i>, [[φάλλαινα]] [Ι] που εμφανίζουν -<i>ν</i>-) δεν θεωρείται πιθανή λόγω του ότι στην [[περίπτωση]] αυτή ενός τ. <i>φαλ</i>-<i>νός</i> [[είτε]] θα έπρεπε να υπάρχουν διαφορετικοί διαλεκτικοί τ. [[φαλλός]], <i>φᾱλος</i>, ως προϊόντα της αντέκτασης (<b>πρβλ.</b> <i>σταλ</i>-<i>να</i> > <i>στᾱλᾱ</i>) [[είτε]] θα έπρεπε να δεχθούμε μια [[αφομοίωση]] του -<i>λν</i>- σε -<i>λλ</i>- (<b>πρβλ.</b> [[ὄλλυμι]] <span style="color: red;"><</span> <i>ὄλ</i>-<i>νυ</i>-<i>μι</i>), η οποία, όμως, [[είναι]] σχετικά νεώτερο [[φαινόμενο]]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''φαλλός:''' ὁ, αρσενική μεμβράνη, [[φαλλός]], [[σύμβολο]] γονιμότητας σε πομπές κατά τη [[διάρκεια]] των Βακχικών οργίων, ως [[έμβλημα]] της παραγωγικής δύναμης της φύσης, σε Ηρόδ., Αριστοφ. | |||
}} | }} |