χαμαιλέων: Difference between revisions

6
(46)
(6)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=-οντος, ο, ΝΜΑ, και [[χαμαιλέοντας]] Ν, και [[χαμαίλεος]] Α<br /><b>1.</b> [[κοινή]] [[σήμερα]] [[ονομασία]] τών δενδρόβιων, εντομοφάγων [[κυρίως]], αργοκίνητων σαυρών του Παλαιού Κόσμου που συγκροτούν την [[οικογένεια]] [[χαμαιλεοντίδες]] και έχουν τη χαρακτηριστική [[ικανότητα]] να εναρμονίζουν ταχύτατα τον χρωματισμό τους με τον χρωματισμό του περιβάλλοντός τους, με 90 [[περίπου]] είδη, από τα οποία στην [[Ελλάδα]] απαντά το μοναδικό ευρωπαϊκό [[είδος]] Chamaeleo chamaeleon, ο [[κοινός]] [[χαμαιλέων]], [[γνωστός]] και ως [[χαμολιός]] ή δρεπανούρα<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[άνθρωπος]] που αλλάζει απόψεις, ιδέες και φρονήματα ανάλογα με τις καταστάσεις και τα συμφέροντά του<br /><b>3.</b> <b>βοτ.</b> (λόγ. τ.) [[ονομασία]] διαφόρων [[φυτών]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>αστρον.</b> [[μικρός]] [[αστερισμός]] του Νότιου Ημισφαιρίου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>χαμαι</i>- <span style="color: red;">+</span> [[λέων]]. Η λ., με κυριολεκτική σημ. «μικρό [[λιοντάρι]]», χρησιμοποιήθηκε για να δηλώσει ένα [[είδος]] ερπετού που αλλάζει [[χρώμα]] ανάλογα με το [[περιβάλλον]] όπου βρίσκεται ώστε να μη φαίνεται (από όπου προήλθε και η μτφ. νεοελλ. [[χρήση]] του), [[καθώς]] και διάφορα είδη [[φυτών]] που τα φύλλα τους αλλάζουν [[χρώμα]]. Τη λ. δανείστηκαν και οι ξεν. γλώσσες, <b>πρβλ.</b> αγγλ. <i>chamaeleon</i>, γαλλ. <i>cameleon</i>].
|mltxt=-οντος, ο, ΝΜΑ, και [[χαμαιλέοντας]] Ν, και [[χαμαίλεος]] Α<br /><b>1.</b> [[κοινή]] [[σήμερα]] [[ονομασία]] τών δενδρόβιων, εντομοφάγων [[κυρίως]], αργοκίνητων σαυρών του Παλαιού Κόσμου που συγκροτούν την [[οικογένεια]] [[χαμαιλεοντίδες]] και έχουν τη χαρακτηριστική [[ικανότητα]] να εναρμονίζουν ταχύτατα τον χρωματισμό τους με τον χρωματισμό του περιβάλλοντός τους, με 90 [[περίπου]] είδη, από τα οποία στην [[Ελλάδα]] απαντά το μοναδικό ευρωπαϊκό [[είδος]] Chamaeleo chamaeleon, ο [[κοινός]] [[χαμαιλέων]], [[γνωστός]] και ως [[χαμολιός]] ή δρεπανούρα<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[άνθρωπος]] που αλλάζει απόψεις, ιδέες και φρονήματα ανάλογα με τις καταστάσεις και τα συμφέροντά του<br /><b>3.</b> <b>βοτ.</b> (λόγ. τ.) [[ονομασία]] διαφόρων [[φυτών]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>αστρον.</b> [[μικρός]] [[αστερισμός]] του Νότιου Ημισφαιρίου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>χαμαι</i>- <span style="color: red;">+</span> [[λέων]]. Η λ., με κυριολεκτική σημ. «μικρό [[λιοντάρι]]», χρησιμοποιήθηκε για να δηλώσει ένα [[είδος]] ερπετού που αλλάζει [[χρώμα]] ανάλογα με το [[περιβάλλον]] όπου βρίσκεται ώστε να μη φαίνεται (από όπου προήλθε και η μτφ. νεοελλ. [[χρήση]] του), [[καθώς]] και διάφορα είδη [[φυτών]] που τα φύλλα τους αλλάζουν [[χρώμα]]. Τη λ. δανείστηκαν και οι ξεν. γλώσσες, <b>πρβλ.</b> αγγλ. <i>chamaeleon</i>, γαλλ. <i>cameleon</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''χᾰμαιλέων:''' -οντος, ὁ, [[χαμαιλέων]], είδος σαύρας γνωστή για την [[αλλαγή]] του χρώματός της, σε Αριστ., Πλούτ.
}}
}}