3,277,121
edits
(39) |
(6) |
||
Line 33: | Line 33: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ΝΜΑ, και διαλ. τ. [[συλλαβαίνω]] Ν [[λαμβάνω]]<br /><b>1.</b> (σχετικά με πρόσ. ή ζώο) [[πιάνω]] κάποιον ή [[κάτι]] καλά και δεν τον [[αφήνω]] να φύγει, [[κατακρατώ]] βίαια κάποιον (α. «η [[αστυνομία]] συνέλαβε όλους τους υπόπτους» β. «συνέλαβον αὐτὸν καὶ ἀπήχθη εἰς τὸ [[δεσμωτήριον]]», πάπ.)<br /><b>2.</b> [[αντιλαμβάνομαι]], [[εννοώ]], [[καταλαβαίνω]]<br /><b>3.</b> (για [[γυναίκα]]) [[μένω]] [[έγκυος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> μού έρχεται στον νου, [[σχηματίζω]] στη [[σκέψη]] («εγώ συνέλαβα την [[ιδέα]] να πάμε [[εκδρομή]]»)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «συλλαμβάνει ο [[φακός]]» — γίνεται [[φωτογράφιση]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[μαζεύω]] [[κάτι]] και το [[φέρνω]] στο ίδιο [[σημείο]] με [[κάτι]] [[άλλο]], [[συνάγω]], [[συναθροίζω]] και, [[ιδίως]], [[συγκεντρώνω]] διεσπαρμένα στρατεύματα («ἀπῄει συλλαβὼν τὸ [[στράτευμα]] ὅσον τε ἦλθεν ἔχων»<br /><b>Ξεν.</b>)<br /><b>2.</b> [[παίρνω]] κάποιον ή [[κάτι]] [[μαζί]] μου («ξυλλαβὼν κατέκλινεν αὐτὸν εἰς Ἀσκληπιοῡ», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>3.</b> [[κλείνω]], [[σφαλίζω]] («ξυνέλαβε τὸ [[στόμα]] καὶ τοὺς ὀφθαλμούς», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>4.</b> [[εγκλείω]], [[εσωκλείω]] («τῇ ἐπιδέσει συλλαμβάνονται συνάγειν τοὺς μηρούς», Σωρ.)<br /><b>5.</b> (στην [[ομιλία]]) [[περιλαμβάνω]] («ἑνὶ ἔπεϊ [[πάντα]] συλλαβόντα εἰπεῑν», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>6.</b> [[συνδυάζω]] [[κατά]] την [[εκφώνηση]], [[κατά]] την [[προφορά]]<br /><b>7.</b> [[πιάνω]] με το [[χέρι]], [[αρπάζω]] («κόμην [[ἀπρίξ]] ὄνυξι συλλαβὼν χερί», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>8.</b> [[κρατώ]] [[κάτι]]<br /><b>9.</b> [[δέχομαι]] [[κάτι]] ταυτόχρονα με [[κάτι]] [[άλλο]] («τὰ [[πάντα]] μὲν νυν ταῡτα συλλαβεῑν ἄνθρωπον», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>10.</b> [[παίρνω]] κάποιον ως βοηθό<br /><b>11.</b> παρίσταμαι και εγώ στην [[εκτέλεση]] ενός έργου βοηθώντας κάποιον [[άλλο]]<br /><b>12.</b> [[διευκολύνω]] την [[πραγματοποίηση]] ενός έργου<br /><b>13.</b> [[αγοράζω]] [[κάτι]] εξ ολοκλήρου ή [[κατά]] το μεγαλύτερο [[μέρος]]<br /><b>14.</b> <b>μέσ.</b> <i>συλλαμβάνομαι</i><br />[[συμμετέχω]] σε [[κάτι]]. | |mltxt=ΝΜΑ, και διαλ. τ. [[συλλαβαίνω]] Ν [[λαμβάνω]]<br /><b>1.</b> (σχετικά με πρόσ. ή ζώο) [[πιάνω]] κάποιον ή [[κάτι]] καλά και δεν τον [[αφήνω]] να φύγει, [[κατακρατώ]] βίαια κάποιον (α. «η [[αστυνομία]] συνέλαβε όλους τους υπόπτους» β. «συνέλαβον αὐτὸν καὶ ἀπήχθη εἰς τὸ [[δεσμωτήριον]]», πάπ.)<br /><b>2.</b> [[αντιλαμβάνομαι]], [[εννοώ]], [[καταλαβαίνω]]<br /><b>3.</b> (για [[γυναίκα]]) [[μένω]] [[έγκυος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> μού έρχεται στον νου, [[σχηματίζω]] στη [[σκέψη]] («εγώ συνέλαβα την [[ιδέα]] να πάμε [[εκδρομή]]»)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «συλλαμβάνει ο [[φακός]]» — γίνεται [[φωτογράφιση]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[μαζεύω]] [[κάτι]] και το [[φέρνω]] στο ίδιο [[σημείο]] με [[κάτι]] [[άλλο]], [[συνάγω]], [[συναθροίζω]] και, [[ιδίως]], [[συγκεντρώνω]] διεσπαρμένα στρατεύματα («ἀπῄει συλλαβὼν τὸ [[στράτευμα]] ὅσον τε ἦλθεν ἔχων»<br /><b>Ξεν.</b>)<br /><b>2.</b> [[παίρνω]] κάποιον ή [[κάτι]] [[μαζί]] μου («ξυλλαβὼν κατέκλινεν αὐτὸν εἰς Ἀσκληπιοῡ», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>3.</b> [[κλείνω]], [[σφαλίζω]] («ξυνέλαβε τὸ [[στόμα]] καὶ τοὺς ὀφθαλμούς», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>4.</b> [[εγκλείω]], [[εσωκλείω]] («τῇ ἐπιδέσει συλλαμβάνονται συνάγειν τοὺς μηρούς», Σωρ.)<br /><b>5.</b> (στην [[ομιλία]]) [[περιλαμβάνω]] («ἑνὶ ἔπεϊ [[πάντα]] συλλαβόντα εἰπεῑν», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>6.</b> [[συνδυάζω]] [[κατά]] την [[εκφώνηση]], [[κατά]] την [[προφορά]]<br /><b>7.</b> [[πιάνω]] με το [[χέρι]], [[αρπάζω]] («κόμην [[ἀπρίξ]] ὄνυξι συλλαβὼν χερί», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>8.</b> [[κρατώ]] [[κάτι]]<br /><b>9.</b> [[δέχομαι]] [[κάτι]] ταυτόχρονα με [[κάτι]] [[άλλο]] («τὰ [[πάντα]] μὲν νυν ταῡτα συλλαβεῑν ἄνθρωπον», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>10.</b> [[παίρνω]] κάποιον ως βοηθό<br /><b>11.</b> παρίσταμαι και εγώ στην [[εκτέλεση]] ενός έργου βοηθώντας κάποιον [[άλλο]]<br /><b>12.</b> [[διευκολύνω]] την [[πραγματοποίηση]] ενός έργου<br /><b>13.</b> [[αγοράζω]] [[κάτι]] εξ ολοκλήρου ή [[κατά]] το μεγαλύτερο [[μέρος]]<br /><b>14.</b> <b>μέσ.</b> <i>συλλαμβάνομαι</i><br />[[συμμετέχω]] σε [[κάτι]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''συλλαμβάνω:''' μέλ. -[[λήψομαι]], παρακ. [[συνείληφα]] — Παθ. <i>-είλημμαι</i>, αόρ. αʹ <i>συνέλᾰβον</i>, απαρ. <i>συλλᾰβεῖν</i> — Παθ., μέλ. <i>-ληφθήσομαι</i>·<br /><b class="num">I. 1.</b> [[συλλέγω]], [[συνάγω]], [[μαζεύω]], [[συμμαζεύω]], [[ιδίως]] [[συναθροίζω]] διεσπαρμένα στρατεύματα, σε Ηρόδ., Ξεν. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> [[απλώς]], [[παίρνω]] μαζί μου, [[παίρνω]] [[μακριά]], [[απάγω]], σε Σοφ., Αριστοφ.· [[αγοράζω]] [[ταχέως]], σε Αριστοφ.<br /><b class="num">3.</b> [[συνάπτω]], [[συγκλείω]], [[κλείνω]] το [[στόμα]] ενός πτώματος, σε Πλάτ.· [[συλλαμβάνω]] [[αὐτοῦ]] τὸ [[στόμα]], του [[κλείνω]] το [[στόμα]], σε Αριστοφ.<br /><b class="num">4.</b> στην [[ομιλία]], [[περιλαμβάνω]], [[περιέχω]], [[εμπερικλείω]], σε Ηρόδ., Πλάτ.<br /><b class="num">II. 1.</b> [[απλώνω]] [[χέρι]] σε [[κάτι]], [[αρπάζω]], γραπώνω, [[πιάνω]], με αιτ., σε Ηρόδ., Σοφ.· με γεν., [[συλλαμβάνω]] [[τῶν]] [[σχοινίων]], [[κρατώ]] τα [[σχοινιά]], τα λουριά, έχω τον έλεγχό τους, σε Αριστοφ.· απόλ. μτχ., <i>ξυλλαβών</i>, [[γρήγορα]], βιαστικά, με [[βιασύνη]], στον ίδ.· επίσης στη Μέσ. με γεν., <i>ξυλλαβέσθαι τοῦξύλου</i>, στον ίδ.<br /><b class="num">2.</b> συλλαμβάάνω, [[πιάνω]], [[θέτω]] υπό [[κράτηση]], σε Ηρόδ., Αττ. — Παθ., <i>πρὶν ξυλληφθῆναι</i>, [[προτού]] συλληφθούν, σε Θουκ.<br /><b class="num">3.</b> λέγεται για το νου, [[εννοώ]], [[καταλαβαίνω]], [[αντιλαμβάνομαι]], σε Ηρόδ., Πίνδ.<br /><b class="num">III.</b> [[δέχομαι]], [[λαμβάνω]] συγχρόνως, [[απολαμβάνω]] από κοινού, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">IV.</b> λέγεται για γυναίκες ή θηλυκά ζώα, [[συλλαμβάνω]], [[μένω]] [[έγκυος]], [[κυοφορώ]], [[εγκυμονώ]], σε Λουκ.<br /><b class="num">V. 1.</b> με δοτ. προσ., [[λαμβάνω]] [[μέρος]] από κοινού με άλλον, [[βοηθώ]], [[συνεργώ]], σε Ηρόδ., Αττ.<br /><b class="num">2.</b> με δοτ. προσ. και γεν. πράγμ., [[συμμετέχω]] με κάποιον σε [[κάτι]], σε Ευρ., Αριστοφ.· ομοίως στη Μέσ., <i>συνελάβετο τοῦ στρατεύματος</i>, σε Ηρόδ.· <i>νόσου συλλαβέσθαι</i>, σε Σοφ.· [[συνεισφέρω]] σε [[κάτι]], σε Θουκ. | |||
}} | }} |