χυτλάζω: Difference between revisions

6
(47c)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=Α [[χύτλον]]<br /><b>1.</b> [[αλείφω]] κάποιον με υδρέλαιο [[μετά]] το [[λουτρό]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[χυτλάζω]] ἐμαυτόν» — ξαπλώνομαι, τεντώνομαι (<b>Αριστοφ.</b>).
|mltxt=Α [[χύτλον]]<br /><b>1.</b> [[αλείφω]] κάποιον με υδρέλαιο [[μετά]] το [[λουτρό]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[χυτλάζω]] ἐμαυτόν» — ξαπλώνομαι, τεντώνομαι (<b>Αριστοφ.</b>).
}}
{{lsm
|lsmtext='''χυτλάζω:''' μέλ. <i>-άσω</i>, [[αλείφω]] [[μετά]] το [[λουτρό]]· μεταφ., [[ξαπλώνω]] <i>χύτλασον σεαυτὸν ἐντοῖς στρώμασιν</i>, σε Αριστοφ.
}}
}}