3,274,915
edits
(40) |
(6) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ΝΜΑ (και ενεργ<br />τακμαίρω Α [[τέκμαρ]]<br />από ορισμένα [[σημεία]]-πράγματα [[κρίνω]], [[συνάγω]] [[συμπέρασμα]] για [[κάτι]] (α. «δεν τεκμαίρεται το άλλοθί του» β. «τὴν ἀνάστασιν ἐτεκμήραντο», <b>Ευστ.</b><br />γ. «προσβάσεις τεκμαίρεται πύργων ἄνω τε [[κάτω]] τε τείχη μετρῶν», <b>Ευρ.</b><br />δ. «οὐ τὰ καινὰ τοῑς [[πάλαι]] τεκμαίρεται», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />([[ιδίως]] για θεούς) [[φανερώνω]] με ορισμένο [[σημείο]], [[ορίζω]] (α. «[[ἐπεί]] [[τάδε]] γ' ὧδε θεοὶ κακὰ τεκμήραντο», <b>Ομ. Ιλ.</b><br />β. «πόλεμον τεκμαίρεται [[Ζεύς]]», <b>Ησίοδ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[προστάζω]], [[διατάζω]] («[[ἄλλην]] δ' ἧμιν ὁδὸν τεκμήρατο Κίρκη», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[προμηνύω]], [[προλέγω]] («[[τότε]] τοι τεκμαίρομ' ὄλεθρον νηΐ τε καὶ ἑτάροις», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>3.</b> [[σχεδιάζω]], [[προγραμματίζω]] [[κάτι]] («τεκμήρατο... νοστήσειν», Απολλ. Ρόδ.)<br /><b>4.</b> [[αναγνωρίζω]] (α. «ὄπα [[κούρης]] τεκμαίρετο», Απολλ. Ρόδ.<br />β. «αὐτὸν τὸν Ἀλέξανδρον τεκμαίρεο», <b>Ανθ. Παλ.</b>)<br /><b>5.</b> [[διευθύνω]] [[προς]] ορισμένο [[σημείο]], [[κατευθύνω]] («εἰς ἄνεμον τεκμαίρεται ὁλκόν», Δίον. Περ.)<br /><b>6.</b> (ο ενεργ. τ.) [[τεκμαίρω]]<br />[[κάνω]] γνωστό, [[δείχνω]], [[σημαίνω]] («[[ἀλλά]] μοι τορῶς τέκμηρον ὅ,τι μ' ἐπαμμένει παθεῑν», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>7.</b> [[θέτω]] [[τέρμα]], [[τερματίζω]] («τεκμήρατε πᾱσαν ἀοιδήν», Αρατ.). | |mltxt=ΝΜΑ (και ενεργ<br />τακμαίρω Α [[τέκμαρ]]<br />από ορισμένα [[σημεία]]-πράγματα [[κρίνω]], [[συνάγω]] [[συμπέρασμα]] για [[κάτι]] (α. «δεν τεκμαίρεται το άλλοθί του» β. «τὴν ἀνάστασιν ἐτεκμήραντο», <b>Ευστ.</b><br />γ. «προσβάσεις τεκμαίρεται πύργων ἄνω τε [[κάτω]] τε τείχη μετρῶν», <b>Ευρ.</b><br />δ. «οὐ τὰ καινὰ τοῑς [[πάλαι]] τεκμαίρεται», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />([[ιδίως]] για θεούς) [[φανερώνω]] με ορισμένο [[σημείο]], [[ορίζω]] (α. «[[ἐπεί]] [[τάδε]] γ' ὧδε θεοὶ κακὰ τεκμήραντο», <b>Ομ. Ιλ.</b><br />β. «πόλεμον τεκμαίρεται [[Ζεύς]]», <b>Ησίοδ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[προστάζω]], [[διατάζω]] («[[ἄλλην]] δ' ἧμιν ὁδὸν τεκμήρατο Κίρκη», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[προμηνύω]], [[προλέγω]] («[[τότε]] τοι τεκμαίρομ' ὄλεθρον νηΐ τε καὶ ἑτάροις», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>3.</b> [[σχεδιάζω]], [[προγραμματίζω]] [[κάτι]] («τεκμήρατο... νοστήσειν», Απολλ. Ρόδ.)<br /><b>4.</b> [[αναγνωρίζω]] (α. «ὄπα [[κούρης]] τεκμαίρετο», Απολλ. Ρόδ.<br />β. «αὐτὸν τὸν Ἀλέξανδρον τεκμαίρεο», <b>Ανθ. Παλ.</b>)<br /><b>5.</b> [[διευθύνω]] [[προς]] ορισμένο [[σημείο]], [[κατευθύνω]] («εἰς ἄνεμον τεκμαίρεται ὁλκόν», Δίον. Περ.)<br /><b>6.</b> (ο ενεργ. τ.) [[τεκμαίρω]]<br />[[κάνω]] γνωστό, [[δείχνω]], [[σημαίνω]] («[[ἀλλά]] μοι τορῶς τέκμηρον ὅ,τι μ' ἐπαμμένει παθεῑν», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>7.</b> [[θέτω]] [[τέρμα]], [[τερματίζω]] («τεκμήρατε πᾱσαν ἀοιδήν», Αρατ.). | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''τεκμαίρομαι:''' μέλ. <i>τεκμᾰροῦμαι</i>, αόρ. <i>ἐτεκμηράμην</i>, Επικ. <i>τεκμηράμην</i>· αποθ. ([[τέκμαρ]])·<br /><b class="num">Α. I.</b> [[δηλώνω]] με [[σημάδι]] ή όριο, [[ορίζω]], [[διατάσσω]], σε Όμηρ.· [[επιβάλλω]] [[έργο]] σε κάποιον, [[προστάζω]], [[ορίζω]], σε Ομήρ. Οδ.· με απαρ., [[σχεδιάζω]], έχω σκοπό να πράξω, σε Ομηρ. Ύμν.<br /><b class="num">II.</b> [[κρίνω]] από [[σημεία]] και ενδείξεις, [[σχηματίζω]] [[γνώμη]] για κάποιο [[πράγμα]], [[εικάζω]], [[υπολογίζω]], [[αποφαίνομαι]], σε Ευρ.· απόλ., [[συμπεραίνω]], σε Ξεν.· [[λόγος]] στον οποίο [[κάποιος]] στηρίζεται και εικάζει, [[συνήθως]] εκφέρεται με δοτ., <i>ἐμπύροις τεκμαίρεσθαι</i>, να σχηματίζεις [[κρίση]] μέσα από τις έμπυρες θυσίες, σε Πίνδ.· [[τεκμαίρομαι]] ἔργῳ [[κοὐ]] λόγῳ [[τεκμαίρομαι]], σε Αισχύλ.· τὰ καινὰ τοῖς [[πάλαι]], σε Σοφ. κ.λπ.· με απαρ., [[τεκμαίρομαι]] [[τοῦτο]] [[οὕτω]] [[ἕξειν]], σε Ξεν. <b>Β.</b> Ο Ενεργ. [[τύπος]] [[τεκμαίρω]] απαντά στους ποιητές, [[δείχνω]] μέσα από κάποιο [[σημάδι]] ή [[ένδειξη]], <i>τεκμαίρει χρῆμ' ἕκαστον</i>, η [[περίσταση]] αποδεικνύει τον [[κάθε]] άνθρωπο (δηλ. δείχνει την αξία του, κ.λπ.), σε Πίνδ.· τεκμαίρει [[ἰδεῖν]], παρέχει σημάδια (στους ανθρώπους) ώστε να δουν, στον ίδ.· <i>τέκμηρον</i>, [[ὅτι]] μ' ἐπαμμένει [[παθεῖν]], μου δείχνει τί με περιμένει να [[υποφέρω]], σε Αισχύλ. | |||
}} | }} |