πότμος: Difference between revisions

1,012 bytes added ,  30 December 2018
6
(33)
(6)
Line 27: Line 27:
{{grml
{{grml
|mltxt=ὁ, Α<br />(<b>ποιητ. τ.</b>)<br /><b>1.</b> [[καθετί]] που συμβαίνει τυχαία σε κάποιον<br /><b>2.</b> [[μοίρα]], [[τύχη]], [[συνήθως]] κακή<br /><b>3.</b> [[θάνατος]] που καθορίζεται από το πεπρωμένο, [[μοιραίος]] [[θάνατος]] («[[ὀλόμην]] καὶ πότμον [[ἐπέσπον]]», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>4.</b> <b>ως κύριο όν.</b> <i>Πότμος</i><br />η Μοίρα («ὁ [[μέγας]] Πότμος», <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> α) «[[πότμος]] [[συγγενής]]» — φυσικές χάρες, [[φυσικά]] προτερήματα («[[πότμος]] δὲ κρίνει συγγενὴς ἔργων περὶ πάντων», <b>Πίνδ.</b>)<br />β) «πότμον ἀμπιπλάντες ὁμοῑον» — λεγόταν για τους Διοσκούρους, οι οποίοι ζούσαν [[μέρα]] [[παρά]] [[μέρα]] (<b>Πίνδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. έχει σχηματιστεί από την ετεροιωμένη [[βαθμίδα]] <i>ποτ</i>- της ρίζας <i>πετ</i>- του [[πίπτω]] με [[επίθημα]] -<i>μος</i> (<b>πρβλ.</b> <i>όγ</i>-<i>μος</i>: <i>όλ</i>-<i>μος</i>)].
|mltxt=ὁ, Α<br />(<b>ποιητ. τ.</b>)<br /><b>1.</b> [[καθετί]] που συμβαίνει τυχαία σε κάποιον<br /><b>2.</b> [[μοίρα]], [[τύχη]], [[συνήθως]] κακή<br /><b>3.</b> [[θάνατος]] που καθορίζεται από το πεπρωμένο, [[μοιραίος]] [[θάνατος]] («[[ὀλόμην]] καὶ πότμον [[ἐπέσπον]]», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>4.</b> <b>ως κύριο όν.</b> <i>Πότμος</i><br />η Μοίρα («ὁ [[μέγας]] Πότμος», <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> α) «[[πότμος]] [[συγγενής]]» — φυσικές χάρες, [[φυσικά]] προτερήματα («[[πότμος]] δὲ κρίνει συγγενὴς ἔργων περὶ πάντων», <b>Πίνδ.</b>)<br />β) «πότμον ἀμπιπλάντες ὁμοῑον» — λεγόταν για τους Διοσκούρους, οι οποίοι ζούσαν [[μέρα]] [[παρά]] [[μέρα]] (<b>Πίνδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. έχει σχηματιστεί από την ετεροιωμένη [[βαθμίδα]] <i>ποτ</i>- της ρίζας <i>πετ</i>- του [[πίπτω]] με [[επίθημα]] -<i>μος</i> (<b>πρβλ.</b> <i>όγ</i>-<i>μος</i>: <i>όλ</i>-<i>μος</i>)].
}}
{{lsm
|lsmtext='''πότμος:''' ὁ (√<i>ΠΕΤ</i> του [[πίπτω]]),<br /><b class="num">1.</b> αυτό που συμβαίνει σε κάποιον, η [[τύχη]] κάποιου, [[μοίρα]]· [[συνήθως]] λέγεται για την κακή [[μοίρα]], το θάνατο· λέγεται για το φονιά, πότμον [[ἐφεῖναι]], ή για αυτόν που έχει φονευτεί, πότμον [[ἐπισπεῖν]], σε Όμηρ.· επίσης σε Πίνδ., Τραγ.<br /><b class="num">2.</b> [[χωρίς]] τη [[σημασία]] του κακού, [[πότμος]] [[συγγενής]], τα [[φυσικά]] «δώρα», χαρίσματα κάποιου, σε Πίνδ.· <i>εὐτυχεῖ πότμῳ</i>, σε Αισχύλ.· [[πότμος]] [[ξυνήθης]] πατρός, η συνηθισμένη [[μοίρα]] του [[πατέρα]] μου, σε Σοφ. (η παραλήγουσα [[συχνά]] βραχεία, σε Τραγ.).
}}
}}