πλοῦτος: Difference between revisions

6
(33)
(6)
Line 33: Line 33:
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />ο / πλοῡτος, και [[πλούτος]], το / πλοῡτος, -εος, ΝΜΑ, πληθ. ουδ. και πλούτια Ν, πληθ. αρσ. οἱ πλοῡτοι Α<br /><b>1.</b> [[αφθονία]] αγαθών, [[κυρίως]] εκείνων που [[είναι]] αναγκαία για να ζήσει [[κανείς]]<br /><b>2.</b> [[αφθονία]] οποιουδήποτε πράγματος, [[πληθώρα]], [[πλησμονή]] (α. «[[πλούτος]] γνώσεων» β. «το [[πλούτος]] της αντρείας», <b>Ερωτόκρ.</b> γ. «πλοῡτος τῆς σοφίας» <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[πολυτέλεια]] («[[πλούτος]] διακοσμήσεως»)<br /><b>2.</b> η [[τάξη]] τών πλουσίων, οι πλούσιοι<br /><b>3.</b> αρετές και προτερήματα ενός ανθρώπου («[[γεις]] [[καβαλάρης]] [[δυνατός]] και με μεγάλο [[πλούτος]]» <b>Ερωτόκρ.</b>)<br /><b>4.</b> [[ωφέλεια]] («[[ανάθεμα]] το [[διάφορο]] τών τραγουδιών το [[πλούτος]]» <b>Ερωτόκρ.</b>)<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> α) «[[εθνικός]] [[πλούτος]]» — το [[σύνολο]] τών πλουτοπαραγωγικών πηγών και υλικών αγαθών μιας χώρας<br />β) «[[ιδιωτικός]] [[πλούτος]]»<br />i) ο [[πλούτος]] που ανήκει σε ένα [[άτομο]]<br />ii) το [[σύνολο]] τών ιδιωτικών περιουσιών<br />γ) «[[ορυκτός]] [[πλούτος]]» — ο εκμεταλλεύσιμος [[πλούτος]] του υπεδάφους μιας χώρας<br />δ) «[[λεκτικός]] [[πλούτος]]» — ο [[πλούτος]] τών λέξεων που χρησιμοποιεί ένα [[πρόσωπο]] ή που υπάρχουν σε ένα [[κείμενο]]<br /><b>6.</b> <b>παροιμ.</b> «έχεις πλούτη; έχεις [[γνώση]]» — λέγεται για να δηλώσει ότι [[εκείνος]] που έχει πλούτη έχει και τη [[δύναμη]] να επιβάλλει τη [[γνώμη]] του, [[έστω]] κι αν δεν έχει [[γνώση]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[θησαυρός]] («εὐαγγελίσασθαι τὸν ἀνεξιχνίαστον πλοῡτον τοῡ Χριστοῡ», ΚΔ)<br /><b>2.</b> (ως κύριο ὁν.) <i>Πλοῡτος</i><br />ο [[θεός]] τών αγαθών της γης, [[γιος]] της Δήμητρος και του Ιασίου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. <i>πλοῡτος</i> ανάγεται στην ετεροιωμένη [[βαθμίδα]] <i>plou</i>- της ΙΕ ρίζας <i>pleu</i>- «ρέω» του ρ. [[πλέω]] με [[επίθημα]] -<i>to</i>- (<b>πρβλ.</b> <i>νόσ</i>-<i>τος</i>, <i>φόρ</i>-<i>τος</i>). Στη λ. [[πλούτος]] η [[ρίζα]] χρησιμοποιείται με τη σημ. «διασκορπίζομαι, [[πλημμυρίζω]], [[γεμίζω]]» για άφθονες ποσότητες. Ο τ. [[πλούτος]] (<i>το</i>) [[είναι]] μεταπλασμένος τ. του [[πλοῦτος]] (<i>ο</i>) με [[αλλαγή]] γένους. Η λ. [[πλοῦτος]], [[τέλος]], εμφανίζεται στα ανθρωπωνύμια [[Πλούταρχος]], <i>Πλουτοκλής</i>, <i>Πλουτᾶς</i>, <i>Πλουτῖνος</i>, <i>Πλουτίων</i>.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[πλούσιος]], [[πλουτίζω]], [[πλουτώ]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[πλούταξ]], [[πλουτηρός]], [[πλουτιαίος]], [[πλουτίνδα]], [[πλουτίνδην]], [[πλουτίς]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[πλουταίνω]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α' συνθετικό) [[πλουτοδότης]], [[πλουτοφόρος]], [[πλουτόχθων]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[πλουθυγίεια]], [[πλούταρχος]], [[πλουτογαθής]], [[πλουτοδοτήρ]], [[πλουτοκρατούμαι]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[πλουτοποιός]], [[πλουτοτραφής]]<br /><b>μσν.</b><br />[[πλουτοβρύτης]], [[πλουτοκράτωρ]], [[πλουτολεκτώ]], [[πλουτοπράτης]], <i>πλουτοταπείνωσις</i>, [[πλουτοφανής]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[πλουτοκράτης]], [[πλουτοκτησία]], [[πλουτολογία]], <i>πλουτοπαραγωγικός</i>. (Β' συνθετικό) [[βαθύπλουτος]], [[ζάπλουτος]], [[νεόπλουτος]], [[πάμπλουτος]], [[υπέρπλουτος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><i>αδρόπλουτος</i>, <i>ανδρόπλουτος</i>, [[άπλουτος]], [[αρτίπλουτος]], [[αρχαιόπλουτος]], [[αρχέπλουτος]], [[βαρύπλουτος]], [[διάπλουτος]], <i>εύπλουτος</i>, [[καλλίπλουτος]], [[μεγαλόπλουτος]], [[μεσόπλουτος]], [[ολβιόπλουτος]], <i>παλαι</i>(<i>ο</i>)<i>πλουτος</i>, [[υπόπλουτος]], [[φιλόπλουτος]], [[ψευδόπλουτος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[οψίπλουτος]]].———————— <b>(II)</b><br />-εος, το, ΝΜΑ<br /><b>βλ.</b> [[πλούτος]], <i>ο</i>.
|mltxt=<b>(I)</b><br />ο / πλοῡτος, και [[πλούτος]], το / πλοῡτος, -εος, ΝΜΑ, πληθ. ουδ. και πλούτια Ν, πληθ. αρσ. οἱ πλοῡτοι Α<br /><b>1.</b> [[αφθονία]] αγαθών, [[κυρίως]] εκείνων που [[είναι]] αναγκαία για να ζήσει [[κανείς]]<br /><b>2.</b> [[αφθονία]] οποιουδήποτε πράγματος, [[πληθώρα]], [[πλησμονή]] (α. «[[πλούτος]] γνώσεων» β. «το [[πλούτος]] της αντρείας», <b>Ερωτόκρ.</b> γ. «πλοῡτος τῆς σοφίας» <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[πολυτέλεια]] («[[πλούτος]] διακοσμήσεως»)<br /><b>2.</b> η [[τάξη]] τών πλουσίων, οι πλούσιοι<br /><b>3.</b> αρετές και προτερήματα ενός ανθρώπου («[[γεις]] [[καβαλάρης]] [[δυνατός]] και με μεγάλο [[πλούτος]]» <b>Ερωτόκρ.</b>)<br /><b>4.</b> [[ωφέλεια]] («[[ανάθεμα]] το [[διάφορο]] τών τραγουδιών το [[πλούτος]]» <b>Ερωτόκρ.</b>)<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> α) «[[εθνικός]] [[πλούτος]]» — το [[σύνολο]] τών πλουτοπαραγωγικών πηγών και υλικών αγαθών μιας χώρας<br />β) «[[ιδιωτικός]] [[πλούτος]]»<br />i) ο [[πλούτος]] που ανήκει σε ένα [[άτομο]]<br />ii) το [[σύνολο]] τών ιδιωτικών περιουσιών<br />γ) «[[ορυκτός]] [[πλούτος]]» — ο εκμεταλλεύσιμος [[πλούτος]] του υπεδάφους μιας χώρας<br />δ) «[[λεκτικός]] [[πλούτος]]» — ο [[πλούτος]] τών λέξεων που χρησιμοποιεί ένα [[πρόσωπο]] ή που υπάρχουν σε ένα [[κείμενο]]<br /><b>6.</b> <b>παροιμ.</b> «έχεις πλούτη; έχεις [[γνώση]]» — λέγεται για να δηλώσει ότι [[εκείνος]] που έχει πλούτη έχει και τη [[δύναμη]] να επιβάλλει τη [[γνώμη]] του, [[έστω]] κι αν δεν έχει [[γνώση]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[θησαυρός]] («εὐαγγελίσασθαι τὸν ἀνεξιχνίαστον πλοῡτον τοῡ Χριστοῡ», ΚΔ)<br /><b>2.</b> (ως κύριο ὁν.) <i>Πλοῡτος</i><br />ο [[θεός]] τών αγαθών της γης, [[γιος]] της Δήμητρος και του Ιασίου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. <i>πλοῡτος</i> ανάγεται στην ετεροιωμένη [[βαθμίδα]] <i>plou</i>- της ΙΕ ρίζας <i>pleu</i>- «ρέω» του ρ. [[πλέω]] με [[επίθημα]] -<i>to</i>- (<b>πρβλ.</b> <i>νόσ</i>-<i>τος</i>, <i>φόρ</i>-<i>τος</i>). Στη λ. [[πλούτος]] η [[ρίζα]] χρησιμοποιείται με τη σημ. «διασκορπίζομαι, [[πλημμυρίζω]], [[γεμίζω]]» για άφθονες ποσότητες. Ο τ. [[πλούτος]] (<i>το</i>) [[είναι]] μεταπλασμένος τ. του [[πλοῦτος]] (<i>ο</i>) με [[αλλαγή]] γένους. Η λ. [[πλοῦτος]], [[τέλος]], εμφανίζεται στα ανθρωπωνύμια [[Πλούταρχος]], <i>Πλουτοκλής</i>, <i>Πλουτᾶς</i>, <i>Πλουτῖνος</i>, <i>Πλουτίων</i>.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[πλούσιος]], [[πλουτίζω]], [[πλουτώ]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[πλούταξ]], [[πλουτηρός]], [[πλουτιαίος]], [[πλουτίνδα]], [[πλουτίνδην]], [[πλουτίς]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[πλουταίνω]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α' συνθετικό) [[πλουτοδότης]], [[πλουτοφόρος]], [[πλουτόχθων]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[πλουθυγίεια]], [[πλούταρχος]], [[πλουτογαθής]], [[πλουτοδοτήρ]], [[πλουτοκρατούμαι]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[πλουτοποιός]], [[πλουτοτραφής]]<br /><b>μσν.</b><br />[[πλουτοβρύτης]], [[πλουτοκράτωρ]], [[πλουτολεκτώ]], [[πλουτοπράτης]], <i>πλουτοταπείνωσις</i>, [[πλουτοφανής]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[πλουτοκράτης]], [[πλουτοκτησία]], [[πλουτολογία]], <i>πλουτοπαραγωγικός</i>. (Β' συνθετικό) [[βαθύπλουτος]], [[ζάπλουτος]], [[νεόπλουτος]], [[πάμπλουτος]], [[υπέρπλουτος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><i>αδρόπλουτος</i>, <i>ανδρόπλουτος</i>, [[άπλουτος]], [[αρτίπλουτος]], [[αρχαιόπλουτος]], [[αρχέπλουτος]], [[βαρύπλουτος]], [[διάπλουτος]], <i>εύπλουτος</i>, [[καλλίπλουτος]], [[μεγαλόπλουτος]], [[μεσόπλουτος]], [[ολβιόπλουτος]], <i>παλαι</i>(<i>ο</i>)<i>πλουτος</i>, [[υπόπλουτος]], [[φιλόπλουτος]], [[ψευδόπλουτος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[οψίπλουτος]]].———————— <b>(II)</b><br />-εος, το, ΝΜΑ<br /><b>βλ.</b> [[πλούτος]], <i>ο</i>.
}}
{{lsm
|lsmtext='''πλοῦτος:''' -εος, τό, = [[πλοῦτος]], <i>ὁ</i>, σε Καινή Διαθήκη<br /><b class="num">• [[πλοῦτος]]:</b> ὁ (πιθ. από το <i>πίμ-πλημι</i>)·<br /><b class="num">I.</b> [[πλούτος]], [[αγαθά]], σε Όμηρ. κ.λπ.· [[πλοῦτος]] χρυσοῦ, <i>ἀργύρου</i>, αυτός που αποτελείται από χρυσό και άργυρο, σε Ηρόδ.· μεταφ., γᾶς [[πλοῦτος]] [[ἄβυσσος]], λέγεται για ολόκληρη τη γη, σε Αισχύλ.· [[πλοῦτος]] εἵματος, στον ίδ.<br /><b class="num">II.</b> ως κύριο όνομα, Πλούτος, ο [[θεός]] του πλούτου, σε Ησίοδ.
}}
}}