περιλεσχήνευτος: Difference between revisions

5
(32)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ον, Α<br />αυτός για τον οποίο μιλούν [[παντού]], για τον οποίο γίνεται [[λόγος]] σε [[κάθε]] [[λέσχη]], σε [[κάθε]] [[τόπο]] συνάθροισης.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>περι</i>- <span style="color: red;">+</span> [[λεσχηνεύω]] «[[συζητώ]]» (<span style="color: red;"><</span> [[λέσχη]])].
|mltxt=-ον, Α<br />αυτός για τον οποίο μιλούν [[παντού]], για τον οποίο γίνεται [[λόγος]] σε [[κάθε]] [[λέσχη]], σε [[κάθε]] [[τόπο]] συνάθροισης.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>περι</i>- <span style="color: red;">+</span> [[λεσχηνεύω]] «[[συζητώ]]» (<span style="color: red;"><</span> [[λέσχη]])].
}}
{{lsm
|lsmtext='''περιλεσχήνευτος:''' -ον, αυτός που αποτελεί [[αντικείμενο]] συζήτησης σε [[κάθε]] [[λέσχη]] ([[λέσχη]]), που αποτελεί [[θέμα]] κοινής συζήτησης, σε Ηρόδ.
}}
}}