ὑπότρομος: Difference between revisions

6
(44)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ον, Α<br /><b>1.</b> αυτός που σιγοτρέμει («εἰ μὴ τὸ ἱερεῑον ὅλον ἐξ [[ἄκρων]] σφυρῶν ὑπότρομον γένηται», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>2.</b> αυτός που σιγοτρέμει από φόβο («ἐπισείουσα τὸν λόφον ἐκπλήττει με καὶ [[ὑπότρομος]] [[γίγνομαι]]», <b>Λουκιαν.</b>)<br /><b>3.</b> [[δειλός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὑπ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[τρόμος]] (<b>πρβλ.</b> [[ἔντρομος]])].
|mltxt=-ον, Α<br /><b>1.</b> αυτός που σιγοτρέμει («εἰ μὴ τὸ ἱερεῑον ὅλον ἐξ [[ἄκρων]] σφυρῶν ὑπότρομον γένηται», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>2.</b> αυτός που σιγοτρέμει από φόβο («ἐπισείουσα τὸν λόφον ἐκπλήττει με καὶ [[ὑπότρομος]] [[γίγνομαι]]», <b>Λουκιαν.</b>)<br /><b>3.</b> [[δειλός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὑπ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[τρόμος]] (<b>πρβλ.</b> [[ἔντρομος]])].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ὑπότρομος:''' -ον, κάπως φοβισμένος ή [[δειλός]], [[φοβιτσιάρης]], σε Αισχίν., Λουκ.
}}
}}