πάρδαλις: Difference between revisions

5
(31)
(5)
Line 33: Line 33:
{{grml
{{grml
|mltxt=-άλεως, η, ΝΜΑ, [[πόρδαλις]], ὁ, Α<br />παλαιά [[λόγια]] [[ονομασία]] γένους αιλουροειδών και ειδικότερα της λεοπάρδαλης και του οσελότου (α. «[[πόρδαλις]]<br />ὁ [[ἄρσην]] ἡ δὲ θήλεια [[πάρδαλις]]», Απολλώνιου Σοφιστού Λεξικόν<br />β. «πόρδαλιν οἱ ἄλλοι Ἕλληνες<br />Ἀττικοὶ πάρδαλιν», <b>Φώτ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[είδος]] αρπακτικού θαλάσσιου ψαριού<br /><b>2.</b> το [[πτηνό]] [[παρδαλός]]<br /><b>3.</b> [[είδος]] εμπλάστρου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται για δάνεια λ., ανατολικής προέλευσης, η οποία συνδέεται με: ιραν. <i>Pwrδnκ</i>, περσ. <i>palang</i>, αρχ. ινδ. <i>prd</i><i>ā</i><i>ku</i>-. To λατ. <i>pardus</i>, από όπου προήλθαν τα αρχ. άνω γερμ. <i>pardo</i> και ρωσ. <i>pardus</i>, έχει πιθ. σχηματιστεί από την ελλ. λ. [[πάρδαλις]]. Η ελλ. λ. [[είναι]] θηλυκού γένους (<b>πρβλ.</b> [[τίγρις]]) και εμφανίζει [[επίθημα]] -<i>αλις</i> (<b>πρβλ.</b> <i>δάμ</i>-<i>αλις</i>), το οποίο, όμως, παραμένει δυσερμήνευτο. Τέλος, η λ. χρησιμοποιήθηκε ως ονομ. ενός ψαριού, πιθ. λόγω του χρώματος και τών κηλίδων του.].
|mltxt=-άλεως, η, ΝΜΑ, [[πόρδαλις]], ὁ, Α<br />παλαιά [[λόγια]] [[ονομασία]] γένους αιλουροειδών και ειδικότερα της λεοπάρδαλης και του οσελότου (α. «[[πόρδαλις]]<br />ὁ [[ἄρσην]] ἡ δὲ θήλεια [[πάρδαλις]]», Απολλώνιου Σοφιστού Λεξικόν<br />β. «πόρδαλιν οἱ ἄλλοι Ἕλληνες<br />Ἀττικοὶ πάρδαλιν», <b>Φώτ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[είδος]] αρπακτικού θαλάσσιου ψαριού<br /><b>2.</b> το [[πτηνό]] [[παρδαλός]]<br /><b>3.</b> [[είδος]] εμπλάστρου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται για δάνεια λ., ανατολικής προέλευσης, η οποία συνδέεται με: ιραν. <i>Pwrδnκ</i>, περσ. <i>palang</i>, αρχ. ινδ. <i>prd</i><i>ā</i><i>ku</i>-. To λατ. <i>pardus</i>, από όπου προήλθαν τα αρχ. άνω γερμ. <i>pardo</i> και ρωσ. <i>pardus</i>, έχει πιθ. σχηματιστεί από την ελλ. λ. [[πάρδαλις]]. Η ελλ. λ. [[είναι]] θηλυκού γένους (<b>πρβλ.</b> [[τίγρις]]) και εμφανίζει [[επίθημα]] -<i>αλις</i> (<b>πρβλ.</b> <i>δάμ</i>-<i>αλις</i>), το οποίο, όμως, παραμένει δυσερμήνευτο. Τέλος, η λ. χρησιμοποιήθηκε ως ονομ. ενός ψαριού, πιθ. λόγω του χρώματος και τών κηλίδων του.].
}}
{{lsm
|lsmtext='''πάρδᾰλις:''' ἡ, γεν. <i>-εως</i>, Ιων. <i>-ιος</i>, δοτ. <i>-ει</i>, [[λεοπάρδαλη]], [[πάνθηρας]] ή αιλουροειδές, σε Όμηρ., Αττ.
}}
}}