ἐπιπόρπημα: Difference between revisions

4
(13)
(4)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἐπιπόρπημα]], τὸ (Α) [[επιπορπούμαι]]<br /><b>1.</b> [[ένδυμα]] που πορπώνεται, στερεώνεται με [[πόρπη]] στους ώμους, [[επενδύτης]], [[είδος]] πανωφοριού<br /><b>2.</b> [[μανδύας]], [[ενδυμασία]] κιθαρωδού<br /><b>3.</b> [[στολίδι]] της πόρπης από χρυσό, άργυρο ή πολύτιμο λίθο.
|mltxt=[[ἐπιπόρπημα]], τὸ (Α) [[επιπορπούμαι]]<br /><b>1.</b> [[ένδυμα]] που πορπώνεται, στερεώνεται με [[πόρπη]] στους ώμους, [[επενδύτης]], [[είδος]] πανωφοριού<br /><b>2.</b> [[μανδύας]], [[ενδυμασία]] κιθαρωδού<br /><b>3.</b> [[στολίδι]] της πόρπης από χρυσό, άργυρο ή πολύτιμο λίθο.
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἐπιπόρπημα:''' Δωρ. -ᾱμα, -ατος, τό, [[κάθε]] [[ένδυμα]] που κουμπώνεται πάνω απ' τους ώμους, [[μανδύας]], [[κάπα]], [[πανωφόρι]], [[πέπλος]], σε Πλούτ.
}}
}}