3,271,449
edits
(23) |
(5) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[μακαριστός]], -ή, -όν (AM) [[μακαρίζω]]<br />αυτός που θεωρείται [[μακάριος]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ μακαριστόν</i><br />[[μακαρισμός]], [[καλοτύχισμα]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[ζηλευτός]], [[ποθητός]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>μακαριστῶς</i> (Α)<br />με μακαριστό τρόπο. | |mltxt=[[μακαριστός]], -ή, -όν (AM) [[μακαρίζω]]<br />αυτός που θεωρείται [[μακάριος]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ μακαριστόν</i><br />[[μακαρισμός]], [[καλοτύχισμα]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[ζηλευτός]], [[ποθητός]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>μακαριστῶς</i> (Α)<br />με μακαριστό τρόπο. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''μᾰκᾰριστός:''' -ή, -όν, ρημ. επίθ., αυτός που θεωρείται ή αυτός που πρέπει να θεωρείται [[ευτυχισμένος]], [[αξιοζήλευτος]]. | |||
}} | }} |