ἠλακάτη: Difference between revisions

4
(16)
(4)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=η (AM [[ἠλακάτη]] και [[ἠλεκάτη]], Α δωρ. τ. ἠλακάτα και αιολ. τ. [[ἀλακάτα]])<br /><b>1.</b> [[επιμήκης]] [[ράβδος]] στο [[άκρο]] της οποίας προσδένεται η [[τούφα]] του μαλλιού ή του βαμβακιού που πρόκειται να γνεστεί, η [[ρόκα]]<br /><b>2.</b> <b>ζωολ.</b> [[γένος]] τελεόστεων ακανθοπτερύγιων ιχθύων που ζουν στις θερμές θάλασσες του Ατλαντικού<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[καθετί]] που μοιάζει με [[ρόκα]], π.χ. το [[τμήμα]] του καλαμιού ή του σταχιού από το ένα [[εξόγκωμα]] ώς το [[άλλο]], [[καλάμι]], [[καλαμοκάνι]]<br /><b>2.</b> [[είδος]] μηχανήματος με το οποίο ανασύρονταν από τη [[θάλασσα]] δίχτια ή άλλα αντικείμενα, αλλ. όνος<br /><b>3.</b> [[βέλος]] κατασκευασμένο από [[καλάμι]], [[αδράχτι]], [[άτρακτος]]<br /><b>4.</b> το ανώτατο [[τμήμα]] του ιστού, του καταρτιού, [[πάνω]] από το [[θωράκιο]], το οποίο έχει [[διόγκωση]] με [[τρύπα]], απ' όπου διέρχεται η [[υπέρα]] της κεραίας<br /><b>4.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[ηλακάτη]]<br />[[δόναξ]] ([[καλάμι]])<br />ομοίως και πολυηλάκατα τά τών ποταμών χείλη<br />[[ἔνιοι]] δέ κοινώς τά γόνατα έχοντα, ώς στάχυν, κάλαμον»<br /><b>5.</b> ο [[αστερισμός]] Κόμη της Βερενίκης.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ. Οι προσπάθειες να συνδεθεί η λ. με τα λιθ. <i>lenktuvas</i>, <i>lanktis</i> «[[ανέμη]], [[τυλιγάδι]]» και το άρμ. <i>il</i>, γεν. <i>iloy</i> χωλαίνουν από μορφικής [[κυρίως]] απόψεως. Κατ' άλλους, πρόκειται για [[δάνειο]] μικρασιατικής προέλευσης, [[άποψη]] η οποία προσκρούει στην ύπαρξη μυκηναϊκού τ. <i>a</i>-<i>ra</i>-<i>ka</i>-<i>te</i>-<i>ja</i> «κλώστριες» (;), που αποτελεί [[τεκμήριο]] παλαιότητάς της λ. Αβέβαιη, [[τέλος]], [[είναι]] και η [[σχέση]] της με το [[ηλακατήν]], -<i>ήνος</i> ([[ονομασία]] ψαριού).<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[ηλάκατα]], [[ηλακάτιον]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[χρυσηλάκατος]].
|mltxt=η (AM [[ἠλακάτη]] και [[ἠλεκάτη]], Α δωρ. τ. ἠλακάτα και αιολ. τ. [[ἀλακάτα]])<br /><b>1.</b> [[επιμήκης]] [[ράβδος]] στο [[άκρο]] της οποίας προσδένεται η [[τούφα]] του μαλλιού ή του βαμβακιού που πρόκειται να γνεστεί, η [[ρόκα]]<br /><b>2.</b> <b>ζωολ.</b> [[γένος]] τελεόστεων ακανθοπτερύγιων ιχθύων που ζουν στις θερμές θάλασσες του Ατλαντικού<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[καθετί]] που μοιάζει με [[ρόκα]], π.χ. το [[τμήμα]] του καλαμιού ή του σταχιού από το ένα [[εξόγκωμα]] ώς το [[άλλο]], [[καλάμι]], [[καλαμοκάνι]]<br /><b>2.</b> [[είδος]] μηχανήματος με το οποίο ανασύρονταν από τη [[θάλασσα]] δίχτια ή άλλα αντικείμενα, αλλ. όνος<br /><b>3.</b> [[βέλος]] κατασκευασμένο από [[καλάμι]], [[αδράχτι]], [[άτρακτος]]<br /><b>4.</b> το ανώτατο [[τμήμα]] του ιστού, του καταρτιού, [[πάνω]] από το [[θωράκιο]], το οποίο έχει [[διόγκωση]] με [[τρύπα]], απ' όπου διέρχεται η [[υπέρα]] της κεραίας<br /><b>4.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[ηλακάτη]]<br />[[δόναξ]] ([[καλάμι]])<br />ομοίως και πολυηλάκατα τά τών ποταμών χείλη<br />[[ἔνιοι]] δέ κοινώς τά γόνατα έχοντα, ώς στάχυν, κάλαμον»<br /><b>5.</b> ο [[αστερισμός]] Κόμη της Βερενίκης.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ. Οι προσπάθειες να συνδεθεί η λ. με τα λιθ. <i>lenktuvas</i>, <i>lanktis</i> «[[ανέμη]], [[τυλιγάδι]]» και το άρμ. <i>il</i>, γεν. <i>iloy</i> χωλαίνουν από μορφικής [[κυρίως]] απόψεως. Κατ' άλλους, πρόκειται για [[δάνειο]] μικρασιατικής προέλευσης, [[άποψη]] η οποία προσκρούει στην ύπαρξη μυκηναϊκού τ. <i>a</i>-<i>ra</i>-<i>ka</i>-<i>te</i>-<i>ja</i> «κλώστριες» (;), που αποτελεί [[τεκμήριο]] παλαιότητάς της λ. Αβέβαιη, [[τέλος]], [[είναι]] και η [[σχέση]] της με το [[ηλακατήν]], -<i>ήνος</i> ([[ονομασία]] ψαριού).<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[ηλάκατα]], [[ηλακάτιον]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[χρυσηλάκατος]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἠλᾰκάτη:''' [κᾰ], ἡ, Δωρ. ἠλακάτᾱ ή ἀλακάτᾱ, η [[ρόκα]], Λατ. [[colus]]· πάνω στη [[ρόκα]] τοποθετούνταν και τυλιγόταν το [[μαλλί]], σε Όμηρ. κ.λπ.· ἡ [[ἠλακάτη]] τοῦ ἀτράκτου, το ανώτατο [[μέρος]] του ιστού, το οποίο ήταν φτιαγμένο με τέτοιον τρόπο ώστε να περιστρέφεται, σε Πλάτ. (αμφίβ. προέλ.).
}}
}}