τραπεζιτεύω: Difference between revisions

6
(41)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=Α [[τραπεζίτης]]<br />[[ασχολούμαι]] με τραπεζικές εργασίες, [[είμαι]] [[τραπεζίτης]].
|mltxt=Α [[τραπεζίτης]]<br />[[ασχολούμαι]] με τραπεζικές εργασίες, [[είμαι]] [[τραπεζίτης]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''τρᾰπεζῑτεύω:''' μέλ. <i>τραπεζιτεύσω</i>, [[ασχολούμαι]] με τραπεζικές εργασίες, σε Δημ.
}}
}}