τετράπορος: Difference between revisions

6
(41)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ον, ΜΑ<br />αυτός που έχει [[τέσσερεις]] εισόδους ή [[τέσσερα]] ανοίγματα<br /><b>αρχ.</b><br />(για άνεμο) αυτός που πνέει από [[τέσσερεις]] διευθύνσεις.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>τετρ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> -[[πόρος]] (<span style="color: red;"><</span> [[πόρος]]), <b>πρβλ.</b> [[ἑπτά]]-<i>πορος</i>].
|mltxt=-ον, ΜΑ<br />αυτός που έχει [[τέσσερεις]] εισόδους ή [[τέσσερα]] ανοίγματα<br /><b>αρχ.</b><br />(για άνεμο) αυτός που πνέει από [[τέσσερεις]] διευθύνσεις.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>τετρ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> -[[πόρος]] (<span style="color: red;"><</span> [[πόρος]]), <b>πρβλ.</b> [[ἑπτά]]-<i>πορος</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''τετράπορος:''' [ᾰ], -ον,<br /><b class="num">I.</b> αυτός που έχει [[τέσσερις]] [[διόδους]] ή ανοίγματα, σε Ανθ.<br /><b class="num">II.</b> αυτός που έρχεται από [[τέσσερις]] μεριές, στο ίδ.
}}
}}