διάστροφος: Difference between revisions

4
(9)
(4)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ο (AM [[διάστροφος]])<br /><b>1.</b> αυτός που έχει υποστεί [[διαστροφή]], διεστραμμένος, διαστρεβλωμένος<br /><b>2.</b> διεφθαρμένος, αυτός που παρεκτρέπεται από το φυσιολογικό<br /><b>3.</b> αυτός που δεν έχει φυσιολογική [[ανάπτυξη]] («τῶν κλάδων τοὺς διαστρόφους φυέντας»)<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[κακός]], [[μοχθηρός]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[αλλήθωρος]].
|mltxt=-ο (AM [[διάστροφος]])<br /><b>1.</b> αυτός που έχει υποστεί [[διαστροφή]], διεστραμμένος, διαστρεβλωμένος<br /><b>2.</b> διεφθαρμένος, αυτός που παρεκτρέπεται από το φυσιολογικό<br /><b>3.</b> αυτός που δεν έχει φυσιολογική [[ανάπτυξη]] («τῶν κλάδων τοὺς διαστρόφους φυέντας»)<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[κακός]], [[μοχθηρός]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[αλλήθωρος]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''διάστροφος:''' -ον, διαστρεβλωμένος, αλλοιωμένος, παραμορφωμένος, σε Ηρόδ., Τραγ.
}}
}}