3,277,169
edits
(9) |
(4) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ο (AM [[διάστροφος]])<br /><b>1.</b> αυτός που έχει υποστεί [[διαστροφή]], διεστραμμένος, διαστρεβλωμένος<br /><b>2.</b> διεφθαρμένος, αυτός που παρεκτρέπεται από το φυσιολογικό<br /><b>3.</b> αυτός που δεν έχει φυσιολογική [[ανάπτυξη]] («τῶν κλάδων τοὺς διαστρόφους φυέντας»)<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[κακός]], [[μοχθηρός]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[αλλήθωρος]]. | |mltxt=-ο (AM [[διάστροφος]])<br /><b>1.</b> αυτός που έχει υποστεί [[διαστροφή]], διεστραμμένος, διαστρεβλωμένος<br /><b>2.</b> διεφθαρμένος, αυτός που παρεκτρέπεται από το φυσιολογικό<br /><b>3.</b> αυτός που δεν έχει φυσιολογική [[ανάπτυξη]] («τῶν κλάδων τοὺς διαστρόφους φυέντας»)<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[κακός]], [[μοχθηρός]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[αλλήθωρος]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''διάστροφος:''' -ον, διαστρεβλωμένος, αλλοιωμένος, παραμορφωμένος, σε Ηρόδ., Τραγ. | |||
}} | }} |