ἐπηρεφής: Difference between revisions

4
(13)
(4)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἐπηρεφής]] -ές (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που κρέμεται από [[ψηλά]], που προεξέχει («κρημνοὶ ἐπηρεφέες», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> [[σκεπαστός]], [[θολωτός]]<br /><b>3.</b> καλυμμένος, σκεπασμένος με [[κάτι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>επί</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>ηρεφής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ερέφω]] «[[σκεπάζω]], [[στεγάζω]]»)].
|mltxt=[[ἐπηρεφής]] -ές (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που κρέμεται από [[ψηλά]], που προεξέχει («κρημνοὶ ἐπηρεφέες», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> [[σκεπαστός]], [[θολωτός]]<br /><b>3.</b> καλυμμένος, σκεπασμένος με [[κάτι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>επί</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>ηρεφής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ερέφω]] «[[σκεπάζω]], [[στεγάζω]]»)].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἐπηρεφής:''' -ές ([[ἐρέφω]]),<br /><b class="num">I.</b> αυτός που προεξέχει, επικρεμάμενος, [[κρεμαστός]], [[απειλητικός]], λέγεται για απότομους βράχους, σε Όμηρ.<br /><b class="num">II.</b> Παθ., σκεπασμένος, στεγασμένος, σε Ησίοδ.
}}
}}