πη: Difference between revisions

2,410 bytes added ,  30 December 2018
6
(32)
(6)
Line 15: Line 15:
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />Α<br />(δωρ. επίρρ.)<br /><b>1.</b> [[κάπου]], [[οπουδήποτε]] («αλλη πη», Επιγρ. Κυρ.)<br /><b>2.</b> σε [[πλάγια]] [[ερώτηση]] («ἴσατι πῆ ἐστι», Επιγρ. Επιζ. Λοκρ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Βλ. λ. <i>πο</i>-].———————— <b>(II)</b><br />και ιων. τ. κη και δωρ. τ. πα Α<br />Α' (εγκλιτ. [[μόριο]]) Ι. <b>(τροπ.)</b><br /><b>1.</b> [[κατά]] κάποιο τρόπο, τρόπον τινά, [[κάπως]] (α. «ταῡτα κῃ λεγόντων συνεχώρησε ὁ Ἀναξανδρίδης», <b>Ηρόδ.</b><br />β. «ἤ ἔχεις πῃ [[ἄλλῃ]] [[κάλλιον]] λέγειν», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> (με [[άρνηση]]) [[καθόλου]], [[διόλου]], [[κατά]] κανέναν τρόπο («οὐ δὲ πῃ ἐστι, κελαινεφέϊ Κρονίωνι αἵματι καὶ λύθρῳ πεπαλαγμένον εὐχετάασθαι», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br />II. <b>τοπ.</b><br /><b>1.</b> [[κάπου]], [[προς]] κάποιο [[μέρος]], σε κάποιον [[τόπο]] (α. «[[οὔτε]] πῃ [[ἄλλῃ]]», <b>Ομ. Ιλ.</b><br />β. «ἦ πῄ με... πολίων... ἄξεις», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> [[κάπου]], [[οπουδήποτε]] (α. «[[οὐδέ]] πῃ ἀσπὶς ἔην», <b>Ομ. Ιλ.</b><br />θ. «εἴ πῃ πιέζοιντο», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «πῇ μέν... πῇ δέ» — εν μέρει μεν, εν μέρει δε, αφ' ενός... αφ' ετέρου<br />Β' (ερωτημ. [[μόριο]]) Ι. <b>(τροπ.)</b><br /><b>1.</b> με ποιο τρόπο, πώς (α. «πῇ κέν τις ὑπεκφύγοι αἰπὺν ὄλεθρον», <b>Ομ. Οδ.</b><br />β. «πῇ δή», πώς [[λοιπόν]], <b>Πλάτ.</b><br />γ. «πῇ δή οὖν ποτε», πώς επιτέλους, <b>Πλάτ.</b><br />«πῇ [[μάλιστα]]», πώς ακριβώς; <b>Πλάτ.</b><br />δ. «ἐκαραδόκεον τὸν πόλεμον κῇ ἀποβήσεται», Ηρόδ)<br /><b>2.</b> [[γιατί]], για ποιο σκοπό, για ποιο λόγο («πῇ δ' [[οὕτως]] ἐπὶ νῆας ἀπὸ στρατοῡ ἔρχεται [[οἶος]]», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br />II. (του τόπου) σε ποιο [[μέρος]], πού, [[προς]] τα πού («πῇ ἔβη Ἀνδρομάχη... ἐκ μεγάροιο», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> (σπανιότερα) πού («πᾷ, πᾷ κεῑται;», <b>Σοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Βλ. λ. <i>πο</i>-].
|mltxt=<b>(I)</b><br />Α<br />(δωρ. επίρρ.)<br /><b>1.</b> [[κάπου]], [[οπουδήποτε]] («αλλη πη», Επιγρ. Κυρ.)<br /><b>2.</b> σε [[πλάγια]] [[ερώτηση]] («ἴσατι πῆ ἐστι», Επιγρ. Επιζ. Λοκρ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Βλ. λ. <i>πο</i>-].———————— <b>(II)</b><br />και ιων. τ. κη και δωρ. τ. πα Α<br />Α' (εγκλιτ. [[μόριο]]) Ι. <b>(τροπ.)</b><br /><b>1.</b> [[κατά]] κάποιο τρόπο, τρόπον τινά, [[κάπως]] (α. «ταῡτα κῃ λεγόντων συνεχώρησε ὁ Ἀναξανδρίδης», <b>Ηρόδ.</b><br />β. «ἤ ἔχεις πῃ [[ἄλλῃ]] [[κάλλιον]] λέγειν», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> (με [[άρνηση]]) [[καθόλου]], [[διόλου]], [[κατά]] κανέναν τρόπο («οὐ δὲ πῃ ἐστι, κελαινεφέϊ Κρονίωνι αἵματι καὶ λύθρῳ πεπαλαγμένον εὐχετάασθαι», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br />II. <b>τοπ.</b><br /><b>1.</b> [[κάπου]], [[προς]] κάποιο [[μέρος]], σε κάποιον [[τόπο]] (α. «[[οὔτε]] πῃ [[ἄλλῃ]]», <b>Ομ. Ιλ.</b><br />β. «ἦ πῄ με... πολίων... ἄξεις», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> [[κάπου]], [[οπουδήποτε]] (α. «[[οὐδέ]] πῃ ἀσπὶς ἔην», <b>Ομ. Ιλ.</b><br />θ. «εἴ πῃ πιέζοιντο», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «πῇ μέν... πῇ δέ» — εν μέρει μεν, εν μέρει δε, αφ' ενός... αφ' ετέρου<br />Β' (ερωτημ. [[μόριο]]) Ι. <b>(τροπ.)</b><br /><b>1.</b> με ποιο τρόπο, πώς (α. «πῇ κέν τις ὑπεκφύγοι αἰπὺν ὄλεθρον», <b>Ομ. Οδ.</b><br />β. «πῇ δή», πώς [[λοιπόν]], <b>Πλάτ.</b><br />γ. «πῇ δή οὖν ποτε», πώς επιτέλους, <b>Πλάτ.</b><br />«πῇ [[μάλιστα]]», πώς ακριβώς; <b>Πλάτ.</b><br />δ. «ἐκαραδόκεον τὸν πόλεμον κῇ ἀποβήσεται», Ηρόδ)<br /><b>2.</b> [[γιατί]], για ποιο σκοπό, για ποιο λόγο («πῇ δ' [[οὕτως]] ἐπὶ νῆας ἀπὸ στρατοῡ ἔρχεται [[οἶος]]», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br />II. (του τόπου) σε ποιο [[μέρος]], πού, [[προς]] τα πού («πῇ ἔβη Ἀνδρομάχη... ἐκ μεγάροιο», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> (σπανιότερα) πού («πᾷ, πᾷ κεῑται;», <b>Σοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Βλ. λ. <i>πο</i>-].
}}
{{lsm
|lsmtext='''πη:''' ή πῃ, Ιων. κῃ, Δωρ. πᾳ· εγκλιτ. [[μόριο]]·<br /><b class="num">Α. I. 1.</b> του τρόπου, κατά κάποιο τρόπο, κάπως, <i>οὔ πη</i>, [[ουδόλως]], [[καθόλου]], σε Όμηρ.· [[οὐδέ]] τί πη, σε Ομήρ. Ιλ.· [[οὕτω]] πη, κατά κάποιο τέτοιο τρόπο, κάπως έτσι, στο ίδ.· <i>τῇδέπῃ</i>, σε Πλάτ.· [[ἄλλῃ]] γέ πῃ, στον ίδ.· <i>εἴ πῃ</i>, εάν κατά κάποιο τρόπο, στον ίδ.<br /><b class="num">II. 1.</b> του τόπου, δίπλα σε κάποιο [[μέρος]], σε κάποιο [[μέρος]], σε [[κάθε]], οποιοδήποτε [[μέρος]], σε Όμηρ.· με γεν., ἦ πῄ με [[πολίων]] ἄξεις; θα με μεταφέρεις σε κάποια πόλη; σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">2.</b> σε κάποιο [[μέρος]], [[κάπου]], [[οπουδήποτε]] [[παντού]], σε Ομήρ. Οδ., Αττ.<br /><b class="num">3.</b> πῇ [[μέν]]..., <i>πῇ δέ..</i>., απ' τη μια [[μεριά]]..., απ' την [[άλλη]]..., σε Πλούτ.· [[μερικώς]]..., εν μέρει..., σε Ξεν. <b>Β.πῆ</b> ή πῇ; Ιων. κῆ; Δωρ. πᾶ; ερωτημ. [[μόριο]]·<br /><b class="num">I. 1.</b> του τρόπου, κατά ποιο τρόπο; πώς; σε Ομήρ. Οδ. κ.λπ.· <i>πὴ δή;</i> πώς μου είπες; στο ίδ.· πῆ [[μάλιστα]]; πώς ακριβώς; σε Πλάτ.· επίσης σε πλάγιες ερωτήσεις, <i>ἐκαραδόκεον τὸν πόλεμον κῆ ἀποβήσεται</i>, σε Ηρόδ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> με ποιο σκοπό; για ποιο λόγο; Λατ. [[quorsum]]? σε Όμηρ.<br /><b class="num">II. 1.</b> του τόπου, σε ποιο [[μέρος]]; Λατ. [[qua]]? <i>πῆἔβη Ἀνδρομάχη;</i> σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ.· πᾶ τις τράποιτ' ἄν; σε Αισχύλ.<br /><b class="num">2.</b> σπανιότερα όπως [[ποῦ]]; πού; σε Ομήρ. Ιλ.· <i>πᾶ πᾶ κειται</i>, σε Σοφ.· επίσης σε πλάγιες ερωτήσεις με γεν., <i>ἐπειρώτα</i>, <i>κῆ γῆς..</i>., σε Ηρόδ.
}}
}}