κατισχναίνω: Difference between revisions

5
(20)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κατισχναίνω]] (Α) [[ισχαίνω]]<br /><b>1.</b> [[καθιστώ]] [[κάτι]] εντελώς ισχνό, αδύνατο («τῷ ἀτμῷ κατισχναίσουσα... ἕπου, μάραινε...» — αδυνάτιζέ τον, λειώνε τον με θερμό [[φύσημα]], ακολούθα τον, μάραινέ τον, <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>2.</b> [[ελαττώνω]], [[περιορίζω]] τα συμπτώματα ασθένειας, τις εκδηλώσεις του έρωτα ή τη [[δύναμη]] οσμής.
|mltxt=[[κατισχναίνω]] (Α) [[ισχαίνω]]<br /><b>1.</b> [[καθιστώ]] [[κάτι]] εντελώς ισχνό, αδύνατο («τῷ ἀτμῷ κατισχναίσουσα... ἕπου, μάραινε...» — αδυνάτιζέ τον, λειώνε τον με θερμό [[φύσημα]], ακολούθα τον, μάραινέ τον, <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>2.</b> [[ελαττώνω]], [[περιορίζω]] τα συμπτώματα ασθένειας, τις εκδηλώσεις του έρωτα ή τη [[δύναμη]] οσμής.
}}
{{lsm
|lsmtext='''κατισχναίνω:''' μέλ. <i>-ᾰνῶ</i>, [[καθιστώ]] [[κάτι]] εντελώς ισχνό, [[εξασθενίζω]], σε Αισχύλ.· Μέσ. μέλ. <i>κατισχᾰνεῖσθαι</i>, με Παθ. [[σημασία]], στον ίδ.
}}
}}