μάθημα: Difference between revisions

5
(23)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=το (AM [[μάθημα]], Μ και μάθημαν) [[μαθαίνω]]<br />[[καθετί]] που έμαθε ή μαθαίνει [[κάποιος]] («τὰ δέ μοι παθήματα ἐόντα ἀχάριτα μαθήματα ἐγεγόνεε», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> η ύλη που διδάσκεται από έναν ορισμένο [[κλάδο]] («το [[μάθημα]] της φυσικής»)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «[[κάνω]] [[μάθημα]]» — [[διδάσκω]] ή διδάσκομαι<br />β) «[[παίρνω]] [[μάθημα]]» — διδάσκομαι<br />γ) «μού έγινε [[μάθημα]]» — απέκτησα [[εμπειρία]] από κάποιο [[σφάλμα]] που έκανα, συνετίστηκα<br /><b>3.</b> <b>παροιμ.</b> «τα παθήματα μαθήματα» — οι ατυχίες σωφρονίζουν τον άνθρωπο<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br /><b>1.</b> [[διδασκαλία]], [[παράδοση]] («δεν μού αρέσει το μάθημά του»)<br /><b>2.</b> [[συνήθεια]], [[ιδίως]] κακή («το πήρε [[μάθημα]] να ξενυχτάει»)<br /><b>2.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>τα μαθήματα</i><br />η σχολική [[εκπαίδευση]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[μουσική]] [[πείρα]]<br /><b>2.</b> [[μελέτη]], [[σπουδή]]<br /><b>3.</b> [[δόγμα]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[γνώση]], [[μόρφωση]], [[παιδεία]] («μαθημάτων φρόντιζε μᾱλλον χρημάτων<br />τὰ γὰρ μαθήματ' εὐπορεῑ τὰ χρήματα», Φιλήμ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> η [[αστρολογία]]<br /><b>2.</b> μαγική [[τέχνη]], [[μαγγανεία]]<br /><b>3.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>τὰ μαθήματα</i><br />οι μαθηματικές επιστήμες.
|mltxt=το (AM [[μάθημα]], Μ και μάθημαν) [[μαθαίνω]]<br />[[καθετί]] που έμαθε ή μαθαίνει [[κάποιος]] («τὰ δέ μοι παθήματα ἐόντα ἀχάριτα μαθήματα ἐγεγόνεε», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> η ύλη που διδάσκεται από έναν ορισμένο [[κλάδο]] («το [[μάθημα]] της φυσικής»)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «[[κάνω]] [[μάθημα]]» — [[διδάσκω]] ή διδάσκομαι<br />β) «[[παίρνω]] [[μάθημα]]» — διδάσκομαι<br />γ) «μού έγινε [[μάθημα]]» — απέκτησα [[εμπειρία]] από κάποιο [[σφάλμα]] που έκανα, συνετίστηκα<br /><b>3.</b> <b>παροιμ.</b> «τα παθήματα μαθήματα» — οι ατυχίες σωφρονίζουν τον άνθρωπο<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br /><b>1.</b> [[διδασκαλία]], [[παράδοση]] («δεν μού αρέσει το μάθημά του»)<br /><b>2.</b> [[συνήθεια]], [[ιδίως]] κακή («το πήρε [[μάθημα]] να ξενυχτάει»)<br /><b>2.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>τα μαθήματα</i><br />η σχολική [[εκπαίδευση]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[μουσική]] [[πείρα]]<br /><b>2.</b> [[μελέτη]], [[σπουδή]]<br /><b>3.</b> [[δόγμα]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[γνώση]], [[μόρφωση]], [[παιδεία]] («μαθημάτων φρόντιζε μᾱλλον χρημάτων<br />τὰ γὰρ μαθήματ' εὐπορεῑ τὰ χρήματα», Φιλήμ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> η [[αστρολογία]]<br /><b>2.</b> μαγική [[τέχνη]], [[μαγγανεία]]<br /><b>3.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>τὰ μαθήματα</i><br />οι μαθηματικές επιστήμες.
}}
{{lsm
|lsmtext='''μάθημα:''' -ατος, τό ([[μανθάνω]]),·<br /><b class="num">I.</b>[[αντικείμενο]] μάθησης, [[μελέτη]] μαθήματος, σε Ηρόδ., Σοφ., κ.λπ.<br /><b class="num">II.</b> [[μάθηση]], [[γνώση]], [[επιστήμη]], [[συχνά]] σε πληθ., σε Αριστοφ., Θουκ., κ.λπ.· [[ιδίως]] λέγεται για τις μαθηματικές επιστήμες, σε Πλάτ., κ.λπ.
}}
}}