σικύα: Difference between revisions

467 bytes added ,  30 December 2018
6
(37)
(6)
Line 23: Line 23:
{{grml
{{grml
|mltxt=η, ΝΑ, και ιων. τ. σικύη Α<br /><b>1.</b> [[νεροκολοκυθιά]]<br /><b>2.</b> μικρό γυάλινο [[ποτήρι]], παρόμοιο ως [[προς]] το [[σχήμα]] του με τον καρπό του [[παραπάνω]] φυτού, που χρησιμοποιείται για [[επίσπαση]], η [[βεντούζα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> ο προκαλούμενος με την [[βεντούζα]] [[ερεθισμός]], η [[επίσπαση]]<br /><b>2.</b> καθένα από τα εκμυζητικά όργανα ορισμένων ζώων και [[ιδίως]] [[μαλακίων]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «[[μαιευτική]] [[σικύα]]»<br /><b>ιατρ.</b> [[συσκευή]] κενού που χρησιμοποιείται [[κατά]] τη [[διάρκεια]] του τοκετού για την [[υποβοήθηση]] της εξαγωγής του εμβρύου<br />β) «χαρακτή [[σικύα]]» — [[βεντούζα]] που τοποθετείται [[πάνω]] σε χαραγμένη με αιχμηρό όργανο [[επιφάνεια]] του σώματος, [[συνήθως]] της [[πλάτης]], ώστε να προκληθεί [[συγκέντρωση]] και [[εκροή]] του αίματος, αλλ. κοφτή [[βεντούζα]])<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> το [[φυτό]] [[κολοκυνθίς]]. η αγριοκολοκυθιά<br /><b>2.</b> [[άδεια]] [[κολοκύθα]] που χρησίμευε ως [[φιάλη]], [[τσότρα]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «[[σικύα]] ἰνδική» — το [[φυτό]] [[κολοκυθιά]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται, [[κατά]] την επικρατέστερη [[άποψη]], για δάνεια λ. άγνωστης προέλευσης. Η [[άποψη]] αυτή επιβεβαιώνεται τόσο από τη σημ. της λ. (<b>πρβλ.</b> ονομασίες [[φυτών]]) όσο και από την μορφολογική της [[ποικιλία]]. Ο τ. εμφανίζει αφ' ενός [[εναλλαγή]] <i>ι</i> / <i>ε</i> (<b>πρβλ.</b> [[σικύα]]: [[σεκούα]], <i>Σικυών</i>: <i>Σεκυών</i>), αφ' ετέρου [[τρία]] διαφορετικά επιθήματα: -<i>υς</i> (<b>πρβλ.</b> <i>ὄστρ</i>-<i>υς</i>, <i>ῥάφ</i>-<i>υς</i>), -<i>ύα</i> (<b>πρβλ.</b> <i>ὀστρ</i>-<i>ύα</i>) και -<i>υος</i>. Η μορφολογική αυτή ομοιότητά του με τη λ. <i>ὀστρυα</i> «[[γένος]] δένδρων με σκληρό [[ξύλο]]» δικαιολογεί την [[άποψη]] πολλών μελετητών, που εντάσσουν τους δύο τ. στην [[ίδια]] [[σειρά]] δάνειων λ.].
|mltxt=η, ΝΑ, και ιων. τ. σικύη Α<br /><b>1.</b> [[νεροκολοκυθιά]]<br /><b>2.</b> μικρό γυάλινο [[ποτήρι]], παρόμοιο ως [[προς]] το [[σχήμα]] του με τον καρπό του [[παραπάνω]] φυτού, που χρησιμοποιείται για [[επίσπαση]], η [[βεντούζα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> ο προκαλούμενος με την [[βεντούζα]] [[ερεθισμός]], η [[επίσπαση]]<br /><b>2.</b> καθένα από τα εκμυζητικά όργανα ορισμένων ζώων και [[ιδίως]] [[μαλακίων]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «[[μαιευτική]] [[σικύα]]»<br /><b>ιατρ.</b> [[συσκευή]] κενού που χρησιμοποιείται [[κατά]] τη [[διάρκεια]] του τοκετού για την [[υποβοήθηση]] της εξαγωγής του εμβρύου<br />β) «χαρακτή [[σικύα]]» — [[βεντούζα]] που τοποθετείται [[πάνω]] σε χαραγμένη με αιχμηρό όργανο [[επιφάνεια]] του σώματος, [[συνήθως]] της [[πλάτης]], ώστε να προκληθεί [[συγκέντρωση]] και [[εκροή]] του αίματος, αλλ. κοφτή [[βεντούζα]])<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> το [[φυτό]] [[κολοκυνθίς]]. η αγριοκολοκυθιά<br /><b>2.</b> [[άδεια]] [[κολοκύθα]] που χρησίμευε ως [[φιάλη]], [[τσότρα]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «[[σικύα]] ἰνδική» — το [[φυτό]] [[κολοκυθιά]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται, [[κατά]] την επικρατέστερη [[άποψη]], για δάνεια λ. άγνωστης προέλευσης. Η [[άποψη]] αυτή επιβεβαιώνεται τόσο από τη σημ. της λ. (<b>πρβλ.</b> ονομασίες [[φυτών]]) όσο και από την μορφολογική της [[ποικιλία]]. Ο τ. εμφανίζει αφ' ενός [[εναλλαγή]] <i>ι</i> / <i>ε</i> (<b>πρβλ.</b> [[σικύα]]: [[σεκούα]], <i>Σικυών</i>: <i>Σεκυών</i>), αφ' ετέρου [[τρία]] διαφορετικά επιθήματα: -<i>υς</i> (<b>πρβλ.</b> <i>ὄστρ</i>-<i>υς</i>, <i>ῥάφ</i>-<i>υς</i>), -<i>ύα</i> (<b>πρβλ.</b> <i>ὀστρ</i>-<i>ύα</i>) και -<i>υος</i>. Η μορφολογική αυτή ομοιότητά του με τη λ. <i>ὀστρυα</i> «[[γένος]] δένδρων με σκληρό [[ξύλο]]» δικαιολογεί την [[άποψη]] πολλών μελετητών, που εντάσσουν τους δύο τ. στην [[ίδια]] [[σειρά]] δάνειων λ.].
}}
{{lsm
|lsmtext='''σῐκύα:''' Ιων. -ύη, <i>ἡ</i>,<br /><b class="num">I.</b> είδος καρπού όμοιο με το [[αγγούρι]] ή την [[κολοκύθα]], πιθ. το [[πεπόνι]], σε Αριστ.<br /><b class="num">II.</b> γυάλινο [[δοχείο]] για την [[αφαίμαξη]], [[βεντούζα]] ([[καθώς]] είχε το [[σχήμα]] της [[κολοκύθας]]), Λατ. [[cucurbita]], στον ίδ.
}}
}}