προεπιβουλεύω: Difference between revisions

6
(34)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=Α<br />[[επιβουλεύω]], [[σχεδιάζω]] [[πρώτος]] [[κακό]] [[εναντίον]] κάποιου.
|mltxt=Α<br />[[επιβουλεύω]], [[σχεδιάζω]] [[πρώτος]] [[κακό]] [[εναντίον]] κάποιου.
}}
{{lsm
|lsmtext='''προεπιβουλεύω:''' μέλ. <i>-σω</i>, [[επιβουλεύω]], συνομωτώ [[εναντίον]] κάποιου από [[πριν]], <i>τινί</i>, σε Θουκ. — Παθ., είμαι το [[αντικείμενο]] τέτοιων επιβουλεύσεων, στον ίδ.
}}
}}