3,274,921
edits
(17) |
(5) |
||
Line 10: | Line 10: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[θυννοσκόπος]], ὁ (Α)<br />αυτός που παρακολουθούσε από κάποιο ψηλό [[μέρος]] τη [[διέλευση]] τών κοπαδιών τών τον(ν)ων για να ειδοποιήσει τους ψαράδες να ρίξουν τα δίχτια.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[θύννος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>σκόπος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[σκέπτομαι]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>οιωνο</i>-<i>σκόπος</i>, <i>ορνιθο</i>-<i>σκόπος</i>]. | |mltxt=[[θυννοσκόπος]], ὁ (Α)<br />αυτός που παρακολουθούσε από κάποιο ψηλό [[μέρος]] τη [[διέλευση]] τών κοπαδιών τών τον(ν)ων για να ειδοποιήσει τους ψαράδες να ρίξουν τα δίχτια.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[θύννος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>σκόπος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[σκέπτομαι]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>οιωνο</i>-<i>σκόπος</i>, <i>ορνιθο</i>-<i>σκόπος</i>]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''θυννοσκόπος:''' ὁ, αυτός που παραφυλάει για τόνους, δηλ. [[κάποιος]] που κάθεται σε υπερυψωμένο [[μέρος]], από το οποίο μπορεί να δει τις αγέλες των τόνων να έρχονται, ώστε να κάνει [[σήμα]] στον ψαρά να απλώσει τα δίχτυα του την κατάλληλη [[στιγμή]], σε Θεόκρ. | |||
}} | }} |